Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Επιστολή του Α.Γιωτόπουλου στην Ελευθεροτυπία

Είναι να θαυμάζει κανείς τη δεοντολογία που επικαλούνται οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται σήμερα με τις πρόσφατες συλλήψεις και τις σχολιάζουν προσποιούμενοι τις αθώες περιστερές.

Σαν να μην ήταν οι ίδιοι που το καλοκαίρι του 2002 οργίασαν με τον δημόσιο διασυρμό και τη διαπόμπευση των τότε συλληφθέντων. Αναμεταδίδοντας ασμένως, ως τυφλή θεραπαίνιδα και όχι ως δομή ελέγχου της εξουσίας, όλα τα σε βάρος τους ψέματα που παρήγαν αδιάλειπτα η Αντιτρομοκρατική και οι ξένες Μυστικές Υπηρεσίες. Οικοδομώντας έτσι το προφίλ που χρειάζονταν για να καταδικαστούν σε βαριές ποινές από τα Δικαστήρια. Οι κύριοι αυτοί είναι συνένοχοι για το ότι ορισμένοι από μας έχουν καταδικαστεί σε βαρύτατες ποινές πολλαπλών ισοβίων. Χωρίς αυτούς τα Δικαστήρια δεν θα μπορούσαν να μας καταδικάσουν. Οντας ένας απ' αυτούς που βίωσε στο πετσί του αυτό το λιντσάρισμα και τις συνέπειές του, θ' αναφέρω μόνο μερικά απ' όσα μπορώ σήμερα να θυμηθώ παρ' ότι θα 'πρεπε να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο για το κατόρθωμα των κυρίων δημοσιογράφων. Οκτώ χρόνια φυλακή και 17 φορές ισόβια, με κύρια στοιχεία τη δημοσιογραφική αγυρτεία, μου δίνουν αυτό το δικαίωμα.

Εγραφαν και έλεγαν κατά κόρον ότι, όταν έγινε η έκρηξη στον Πειραιά βρισκόμουν απέναντι σε μια εκκλησία όπου γινόταν κάποιος γάμος, μεταμφιεσμένος σε αστυνομικό, απ' όπου διηύθυνα την επιχείρηση τοποθέτησης της βόμβας. Και όταν ένας ιδιοκτήτης ταβέρνας στον Βύρωνα εμφανίστηκε αυθόρμητα και δήλωσε ότι βρισκόμουν όλο το βράδυ με τη σύντροφό μου στην ταβέρνα του και ότι δεν τηλεφωνούσα σε κινητό, δημοσιογράφοι όχι μόνο το απέκρυψαν, αλλά επιπλέον διέδιδαν ότι ο ιδιοκτήτης με κάλυπτε με ψέματα επειδή ήταν φίλος μου!

Εγραφαν ότι τηλεφώνησα από έναν τηλεφωνικό θάλαμο της πλ. Κλαυθμώνος σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων τρεις μέρες πριν συλληφθώ, ενώ το τηλεφώνημα πράγματι είχε γίνει, αλλά απ' τους Λειψούς. Φαίνεται ότι η παρουσία μου στους Λειψούς δεν ταίριαζε με την εικόνα του αρχηγού, παρ' ότι με συνέλαβαν εκεί.

Δημοσιογράφος έγραφε ότι με συνέλαβαν μετά από αξιοποίηση της πληροφορίας, ότι μετέφερα το αυτοκίνητό μου με το πλοίο της γραμμής σε λιμάνι που ήταν το πρώτο μετά την Πάτμο. Σ' αυτή τη φράση υπάρχουν δύο χοντρά ψέματα. Πρώτον, ποτέ δεν μετέφερα αυτοκίνητο στους Λειψούς, όπως μπορεί οποιοσδήποτε να το διαπιστώσει ακόμη και σήμερα ρωτώντας τους κατοίκους. Δεύτερο, οι Λειψοί δεν ήταν τότε δεύτερο λιμάνι, αλλά το τέρμα. Γιατί δεν ήταν το πλοίο της γραμμής Δωδεκανήσου που τους εξυπηρετούσε, αλλά το πλοίο της Σάμου, που μια φορά την εβδομάδα, σαν άγονη γραμμή, έκανε μια προέκταση από το Βαθύ στους Λειψούς, που ήταν τέρμα και αφετηρία της επιστροφής. Ούτε αυτό δεν ελέγξανε οι φωστήρες της παραπληροφόρησης. Γιατί γράφτηκε αυτό το ψέμα; Μα για να αποκρύψουνε ότι με είχαν χρίσει αρχηγό τουλάχιστον 2 χρόνια πριν, από την αντιστασιακή μου δραστηριότητα κατά της χούντας και όχι από στοιχεία για την υποτιθέμενη δράση μου στη 17Ν και ότι με παρακολουθούσαν για τουλάχιστον 6 μήνες πριν με συλλάβουν.

Ο ίδιος δημοσιογράφος έλεγε ότι παρακολουθούσα ξένα κανάλια και ότι με τον κομπιούτερ μου ετοίμαζα φακέλους μεγαλοεπιχειρηματιών απ' το Internet. Οταν απάντησα ότι εγώ δεν είχα κεραία ώστε να έχω λήψη ξένων καναλιών κι ότι ο κομπιούτερ μου ήταν άδειος, απάντησε σαν ατάραχος δεοντολόγος: «Ε, καλά τώρα, το έκανε απ' τον κομπιούτερ της γιάφκας». Μετά από μήνες, που με βγάλανε απ' την απομόνωση στη φυλακή και συνάντησα τους συγκρατούμενούς μου, έμαθα ότι ο κομπιούτερ που είχανε δεν είχε σύνδεση με το Internet κι ότι απλώς γράφανε εκεί! Δηλαδή κι εδώ ψέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά απ' αυτά τα καραμπινάτα ψέματα ο δεοντολόγος μας μεσουρανεί σήμερα ως διευθυντής πρωινής εφημερίδας και σε τηλεοπτικό κανάλι.

Αλλος έγραφε ότι ο πατέρας μου ήταν συνεργάτης της χούντας του '67. Αποσιωπώντας, βέβαια, το γεγονός ότι ο πατέρας μου πέθανε τον Γενάρη του '65. Κι ότι σ' όλη του τη ζωή υπήρξε αγωνιστής και είχε γλιτώσει την εκτέλεση απ' τις σταλινικές Τσεκά στη Βαρκελώνη στον εμφύλιο, όπου συνελήφθη το '36, αγωνιζόμενος μέσα από τις γραμμές του αριστερού ΠΟΥΜ του Αντρέας Νιν.

Αλλος έλεγε ότι είμαι δισεκατομμυριούχος, αφού είχα ένα δισ. δρχ. σε καταθέσεις απ' τις ληστείες στις τράπεζες. Αποσιωπώντας ότι η σύντροφός μου χειρουργήθηκε στο Δημόσιο, στην ογκολογική κλινική της οδού Ασωπίου, όπου έκανε και χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία για τη σοβαρή ασθένεια που είχε. Παρουσίαζαν και συνεχίζουν και σήμερα να παρουσιάζουν το σπίτι της στους Λειψούς σαν βίλα, ενώ το επίσημο, αλλά και πραγματικό εμβαδόν του είναι 96 τ.μ.

Αλλος τηλεαστέρας μεγάλου καναλιού έγραφε σε πρωινή εφημερίδα ότι τόσο εγώ όσο και ο Τζωρτζάτος -τον οποίο η εφημερίδα του αποκαλούσε «πρώτο πιστόλι της 17Ν»- έχουμε δολοφονήσει τουλάχιστον 8 ανθρώπους ο καθένας μας! Και όταν και στις δύο δίκες αποδείχθηκε ότι εγώ μεν δεν είχα συμμετάσχει με φυσική παρουσία ούτε καν σε μία ενέργεια της 17Ν, σύμφωνα μάλιστα και με το κατηγορητήριο, για δε τον Τζωρτζάτο τουλάχιστον για τη σημαντικότερη ενέργεια, αυτή του Μομφεράτου, όπου έχει καταδικαστεί σε 2 φορές ισόβια, αποδείχθηκε πια ότι όχι μόνο δεν πυροβόλησε, αλλά ότι δεν ήταν καν παρών στην επίθεση, η εφημερίδα του και το κανάλι, σαν πραγματικοί πατριάρχες της δεοντολογίας, το κάνανε γαργάρα.

Γαργάρα έκαναν επίσης σχεδόν όλα τα ΜΜΕ την υπόθεση του ψευδομάρτυρα που είχαν κουβαλήσει στην υπόθεση Μομφεράτου και που δήθεν με αναγνώριζε, ότι μόνος μου, με ένα αγροτικό φορτηγάκι, έπαιζα διευθυντικό ρόλο. Ενώ ήταν ολοφάνερο ότι ήταν ψευδομάρτυρας, αφού άλλα είχε καταθέσει το '86 κι άλλα έλεγε το 2002 για να με «αναγνωρίσει», ούτε ένας δημοσιογράφος δεν τόλμησε να ψελλίσει ότι δεν ήταν αξιόπιστος. Αντίθετα, όταν κατέθεσε στο Δικαστήριο, το σύνολον του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου θριαμβολογούσε με πηχυαίους τίτλους. «Αναγνώρισε τον Γιωτόπουλο για αρχηγό», «Πανικοβλήθηκε ο Γιωτόπουλος», «Αποδείχθηκε ότι είναι αρχηγός» κ.λπ. Κι όταν 2 μήνες μετά, ένας απ' τους συνεργαζόμενους συγκατηγορούμενους, μη μπορώντας να πει ψέματα σ' αυτό το σημείο, γιατί κινδύνευε ν' αποκαλυφθεί, κατέθεσε ότι όσα ισχυρίστηκε ο ψευδομάρτυρας ήταν ανακριβή γιατί ο Γιωτόπουλος δεν ήταν εκεί, αυτομάτως μουγκάθηκαν όλοι. Σχολίασαν την κωλοτούμπα οι δεοντολόγοι; Αστεία πράγματα. Λες και δεν είχε γίνει τίποτε!

Η γαργάρα όμως δεν σταματάει εδώ. Ο Σάββας Ξηρός έγραψε μέσα στη φυλακή ένα βιβλίο, που εκδόθηκε το 2006 με τίτλο: «Η μέρα εκείνη...». Σ' αυτό για πρώτη φορά περιγράφει με λεπτομέρειες πώς, ενώ βρισκόταν κατάκοιτος στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού τον Ιούλη του 2002, οι ανακριτές του αστυνομικοί, αλλά και ο Εισαγγελέας τού υπαγόρευσαν και του απέσπασαν τις προανακριτικές καταθέσεις του. Με τη χρήση φαρμάκων, απειλών, υποσχέσεων, με την εξαπάτησή του. Δινόταν μια απάντηση στο επίμαχο ζήτημα των προανακριτικών απ' αυτόν που υποτίθεται ότι ήταν ο συντάκτης τους. Και δεδομένου ότι πολλοί καταδικάστηκαν με βάση αυτές τις προανακριτικές, τίθεται σε αμφιβολία η νομιμότητα της καταδίκης. Περιμένετε, λοιπόν, λογικά να σχολιάσουν αυτό το τεράστιο ζήτημα αρχών που προκύπτει οι αγνοί ιδεολόγοι δημοσιογράφοι και ν' ασχοληθούν μ' αυτό; Γελιέστε. Ούτε ένας τον αριθμό δημοσιογράφος δεν αναφέρθηκε σ' αυτό το βιβλίο και τις αποκαλύψεις του. Ούτε ένας δεν ανέφερε καν την ύπαρξή του, αφού το περιεχόμενό του δεν αποτελεί είδηση γι' αυτούς.

Παράλληλα, όμως, με τη γαργάρα, η δεοντολογία επιτάσσει και την καθαρή λογοκρισία, το ψαλίδι. Αυτό διαπιστώσαμε με τον δικηγόρο μου το 2006, όταν στη διάρκεια του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ζητήσαμε απ' τον τηλεοπτικό σταθμό την κασέτα της περιβόητης συνέντευξης που είχε χρησιμοποιηθεί σαν τεκμήριο εναντίον μου. Οταν την ακούσαμε, μείναμε εμβρόντητοι. Η κασέτα έλεγε τα αντίθετα, αφού με αθώωνε και δικαίωνε τον Τζωρτζάτο και ο δεοντολόγος δημοσιογράφος την είχε λογοκρίνει σε δύο σημεία, που είχε αποσιωπήσει. Στο ένα ρωτάει τον Σάββα αν ο Γιωτόπουλος αποφάσιζε και ο Σάββας απαντά καθαρά «όχι, αποφασίζαμε όλοι μαζί». Στο δεύτερο λέει ότι την προανακριτική του Τζωρτζάτου την έφτιαξε αυτός με ψέματα κι ότι ο Τζωρτζάτος είναι ο μόνος που έφαγε πολύ ξύλο για να την υπογράψει. Αυτή την άθλια λογοκρισία-απάτη τη γνώριζαν οι δημοσιογράφοι και την είχαν όλοι αποκρύψει επί 4 χρόνια. Κι όταν την καταγγείλαμε με τον Τζωρτζάτο στο Δικαστήριο, ούτε ένας δημοσιογράφος δεν είπε λέξη γι' αυτή την τρισάθλια απάτη, προς δόξα της δεοντολογίας τους.

Ανάλογου τύπου λογοκρισία έκανε κι άλλος. Στη διάρκεια του δευτεροβάθμιου, δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα ολόκληρη η δήλωσή μου στο Δικαστήριο, εκτός από μια μικρή παράγραφο, που η Διεύθυνση έκρινε σκόπιμο να λογοκρίνει. Θα την αναφέρω γιατί είναι εύγλωττη. Αναφερόμενος στα τεκμήρια εναντίον μου, έλεγα ότι παρ' ότι τα αμφισβητώ, εντούτοις σαν τέτοια δεν είναι ικανά για να με καταδικάσουν με αυτά. Και παρέθετα ένα πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα. Αυτό λογοκρίνανε. Ελεγε: «Τέλος, πιο πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο διάσημος Αμερικανός αθλητής Ο' Τζέι Σίμσον που κατηγορήθηκε για διπλή ανθρωποκτονία, της συζύγου του και του εραστή της, με πειστήρια τα αποτυπώματα και δείγμα DNA στο όπλο και στη σκηνή του εγκλήματος, αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών».

Πέρσι, στις 9 Μαΐου, ένας πρώην διπλωματικός υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας έδωσε συνέντευξη σε μια καθημερινή εφημερίδα. Είπε ότι μελετάει σοβαρά την υπόθεση της 17Ν, ότι γράφει βιβλίο κι έδωσε ορισμένα απ' τα συμπεράσματά του. Ανάμεσα σ' αυτά λέει με τον τρόπο του ότι ο Γιωτόπουλος δεν ήταν αρχηγός, ότι ο Τζωρτζάτος δεν είχε το ψευδώνυμο που του αποδόθηκε, ότι δεν ήταν αυτός που πίστευαν. Οτι έχει ηθικό πρόβλημα για το αν θα έπρεπε να δημοσιεύσει το βιβλίο του πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης στον Αρειο Πάγο, γιατί μπορεί να προβληματίζονταν οι δικαστές και να οδηγούνταν «στην αθώωση ορισμένων για συγκεκριμένα εγκλήματα», υπονοώντας σαφώς, τουλάχιστον τους Γιωτόπουλο και Τζωρτζάτο. Ποτέ μέχρι σήμερα κανένας Ελληνας δημοσιογράφος δεν είχε γράψει τίποτε παραπλήσιο που να έρχεται σε σύγκρουση με την επίσημη άποψη. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, με αφορμή αυτές τις δηλώσεις, να ξεσπάσει κάποια συζήτηση, να υπάρξουν σχόλια. Κι εδώ όμως η δεοντολογία πήγε περίπατο. Ούτε ένας δημοσιογράφος μέχρι σήμερα δεν είπε ούτε μία λέξη γι' αυτή τη συνέντευξη που συνιστά χαστούκι για όσους διέπρεψαν το 2002.

Ολα όσα ανέφερα παραπάνω καταρρίπτουν τη στερεότυπη ένσταση του συρμού, ότι δεν πρέπει να ισοπεδώνουμε, δεν είμαστε όλοι ίδιοι κ.λπ. Σε όσους επιμένουν, θέτω το εξής ερώτημα: Είναι δυνατόν η σημερινή αποτυχία του πολιτικού συστήματος που συνιστά η προσφυγή στο ΔΝΤ ν' αφήνει αλώβητο το μιντιακό σύστημα; Οχι βέβαια. Απέτυχε παταγωδώς κι αυτό. Γιατί αν είχε επιτελέσει το έργο του στοιχειωδώς, του ανεξάρτητου ελέγχου της εξουσίας, της μη κομματικής κριτικής, η χώρα δεν θα 'φτανε στη σημερινή κατάντια. Οντας σε στενή διαπλοκή με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, είναι και αυτό βυθισμένο στη διαφθορά και έχει μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο παπαγαλάκι της εξουσίας, ένα εξαπτέρυγό της. Εχει χρεοκοπήσει ηθικά και είναι τελείως αναξιόπιστο. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι πρωτοστάτησαν στις διάφορες αθλιότητες απ' αυτές του 2002 μέχρι τις περσινές, προπέρσινες, είναι σήμερα οι λαμπροί αστέρες του. Οι εντάξει δημοσιογράφοι είναι ελάχιστοι, ούτε το 5% σε κάθε ιδιαίτερο χώρο. Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Οσα λοιπόν διαρρέει σήμερα η Αστυνομία μέσω των δημοσιογράφων, όχι μόνο δεν πρέπει κάποιος να τα παίρνει τοις μετρητοίς, αλλά αντίθετα οφείλει να τα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, σήμερα που η πολιτική ηγεσία της είναι η ίδια με αυτή του 2002.

Τελειώνοντας, θα αναφερθώ σε δύο συμβάντα του 2002, που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά δείχνουν το ποιόν των ανθρώπων και τις μεθόδους των. Αστυνομικός ρεπόρτερ πρόεδρος, κάνοντας τηλεοπτικό ρεπορτάζ δήλωνε με το γνωστό του ύφος: «Οταν αντίκρισα στο Δικαστήριο τον Γιωτόπουλο πάγωσε το αίμα μου». Αλλος αστυνομικός συντάκτης χρησιμοποίησε στο εξώφυλλο του βιβλίου του, για την υπόθεση της 17Ν, οικογενειακή μου φωτογραφία που «άγνωστοι» είχαν κλέψει απ' το σπίτι της αδελφής μου, όπου είμαι 5χρονο παιδί με τον πατέρα μου στην Ακρόπολη.

Φυλακές Κορυδαλλού 23 Απριλίου 2010

Αλέκος Γιωτόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.