Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Το δικαίωμα του να είσαι φασίστας

Θυμάμαι την αποκρουστική εντύπωση που μου δημιούργησε μια ανυπόγραφη αφίσα (που, δυστυχώς, έδινε την εντύπωση πως προέρχονταν από τον αναρχοαυτόνομο χώρο) πριν από δέκα χρόνια: παρουσίαζε ένα ξυρισμένο κεφάλι που είχε πάνω του το τατουάζ με τον κελτικό σταυρό κι από κάτω έγραφε «Οι φασίστες σηκώνουν κεφάλι – να τους το σπάσουμε!!!» (έτσι, με τρία θαυμαστικά). Ήταν φυσικά μια αφίσα που διατράνωνε την περιφρόνηση προς την ζωή προς όφελος μια «ιδεολογίας» - κοντολογίς: ήταν μια φασιστική αφίσα.



Όλοι σήμερα με την λέξη φασισμός, άλλοι συνειδητά και άλλοι ασυνείδητα, εννοούμε κάτι πολύ ευρύτερο (και πολύ προγενέστερο) από το καθεστώς που επέβαλε στην Ιταλία ο Μουσολίνι, με έμβλημα τις ρωμαϊκές fasces (τη δέσμη με τις ράβδους και τον πέλεκυ). Ωστόσο αυτό το πολύ ευρύτερο μένει ακαθόριστα γενικό, έτσι ώστε να το χρησιμοποιούμε απροσδιόριστα, συχνά στο κενό. Μα ποιος είναι τελικά ο φασίστας; Ας μην κρυβόμαστε πίσω από την γενικότητα του μη ορισμού: ο πυρήνας του φασισμού είναι η απαξία της ανθρώπινης ζωής χάριν μιας ιδεολογίας, της όποιας ιδεολογίας, χριστιανικής, ισλαμικής, εθνικής, κομμουνιστικής – ακόμη και φιλελεύθερης. Για μένα, πολύ περισσότερο από αυτόν που το διαδηλώνει, φοράει τις κονκάρδες και ξυρίζει το κεφάλι του, φασίστας είναι αυτός που θεωρεί πως τα θεμελιώδη δικαιώματα που απορρέουν από την ζωή μπορούν να τσαλαπατηθούν για τον σκοπό, τον στόχο, την ιδέα που σε αυτον φαίνεται σωστή και δέουσα. Φασίστας είναι όποιος αποδέχεται την πιθανότητα να σπάσει κεφάλια είτε για να γίνει αφεντικό, είτε για να «σώσει» τους άλλους, όποιος λογαριάζει πως στο όνομα της «αλήθειας» που εκπροσωπεί πρέπει να διορθώσει τον άλλο, είτε σέρνοντάς τον «στον ευσπλαχνικό κόσμο της σωτηρίας», είτε καίγοντάς τον στη φωτιά. Ο φασίστας είναι κάποιος που ξαφνικά αναλαμβάνει να διορθώσει ό,τι του μοιάζει για «ατέλεια» της φύσης: «ελευθερώνει» βομβαρδίζοντας, «λυτρώνει» φυλακίζοντας, «αγαπάει» σκλαβώνοντας. Και κοντά σε αυτόν τον φασισμό, φυτρώνει κι ένας ακόμη: είναι ασυνείδητος, καθημερινός, αποϊδεολογικοποιημένος, δομημένος μονάχα πάνω στην δυνατότητα της επιβολής. Φασίστες είμαστε όλοι μας κάθε φορά που προτάσσουμε τη βία της ισχύος μας, για να γεμίσουμε το καθημερινό κενό μας – ας πούμε, κάθε φορά που παρκάρουμε το αμάξι μας στις ράμπες των αναπήρων.



Φυσικά υπάρχουν λογής ερμηνείες, διατυπωμένες από παλιά: ο φασισμός, λένε πολλοί, έχει παρελθόν, ιστορία –εν πολλοίς είναι συνυφασμένος με την ίδια την ανθρώπινη πορεία.. Πανάρχαιοι θεσμοί, όπως η οργανωμένη σε εκκλησία θρησκεία, ο στρατός, τα εθνικά κράτη, δομούνται πάνω στην λογική του φασισμού: δεν είναι τυχαίο πως οι φασίστες πιστεύουν με θέρμη σε έναν κόσμο προαιώνιων χαρακωμάτων, όπου όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Στα χαρακώματα οι απέναντι είναι πάντοτε «εχθροί» - διόλου συμπτωματικά είναι πάντοτε «εχθροί» αφηρημένων λέξεων: εχθροί του Θεού, του Λαού, του Έθνους, της Πατρίδας, της Κοινωνίας, της Επανάστασης, του Μέλλοντος.



Ο περιπτωσιολογικός κατάλογος του φασισμού δεν έχει τέλος – κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου: φασίστας είναι όποιος χουγιάζει τους ανθρώπους με μπαμπούλες, διαβόλους, εφτά σφραγίδες και τέρατα με εφτά κεφάλια, φασίστας είναι όποιος βομβαρδίζει πολιτείες, φασίστας είναι και όποιος μετέχει σε μια συμμορία αστυνομικών για να ξυλοκοπήσει και να βασανίσει Αφγανούς μετανάστες. Φασίστες είναι οι χρυσαυγίτες που ως συμμορίες διακηρύττουν το μίσος, βεβηλώνουν μνημεία και κυνηγούν με σιδερολοστούς τους μετανάστες - μα φασίστες είναι και όσοι ως συντεταγμένη ομάδα τραμπούκων αποφασίζουν να ρημάξουν τα γραφεία της φασιστικής «Χρυσής Αυγής» (κι αυτό το γράφει κάποιος που εδώ και χρόνια βρίσκεται στο στόχαστρο των λογής χρυσαυγιτών και νεοφασιστών - κι όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, κι όχι μόνο σε λεκτικό επίπεδο). Φασίστας είναι όποιος μιλάει για Lebensraum (τη θεωρία του «ζωτικού εθνικού χώρου») - μα όποιος κυκλοφορεί αφίσες όπου αναγγέλει «σπάσιμο του κεφαλιού των φασιστών», είναι κι αυτός φασίστας.



Δεν είναι διόλου εύκολη μια αντιπρόταση στον φασισμό, (στον θεσμικό φασισμό αλλα και στον καθημερινό, τον δικό μας) – πιθανώς γιατί η όποια αντιπρότασή μας δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει την αποδοχή του. Αυτό είναι το οξύμωρο: το αντίθετο του φασισμού δεν είναι ένα σύστημα που τον απαγορέυει, αλλά η ανοιχτή κοινωνία. Δηλαδή: μια κοινωνία που, ανάμεσα στα άλλα, συμπεριλαμβάνει στον αξιακό της κύκλο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, δηλαδή ακόμη και το δικαίωμα του να είσαι φασίστας.



Πάνω σε τούτο το οξύμωρο, θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.











Σε τούτες τις επιφυλλίδες δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να παραθέτω, άτακτα, απρογραμμάτιστα (και πάντοτε υπό διαρκή κρίση – όσο μπορώ) επιχειρήματα. Αν σκεφτόμουν κάποτε να τα βάλω σε μια σειρά, φαντάζομαι πως θα ξεκινούσα από εκείνο το παλιό habeo corpus: δηλαδή, έχω σώμα, είμαι κύριος της ζωής μου, μπορώ να την αυτοδιαθέτω, να την επιλέγω, έχω δικαίωμα να αγαπώ και να μισώ, να επενδύω ή να ξοδεύω όπως θέλω τον μάταιο χρόνο μου. Το habeo corpus προσδιορίζεται σε σχέση με το habere corpus του απέναντί μας. Ό,τι κι αν πιστεύουμε, όπως κι αν το πιστεύουμε, οφείλουμε να προτάξουμε ετούτο το δικαίωμα του απέναντι σώματος – ακόμη κι όταν αυτό (το σώμα) πάει πιο πέρα από την ηθική μας. Κάπως έτσι νομίζω πως προσδιορίζεται η ανεκτικότητα – η θεμελιακή προϋποθεση της ανοιχτής κονωνίας.



Συνεχίζοντας το σημείωμα της προηγούμενης Κυριακής, σκέφτομαι το κατά πόσο σε μια ανοιχτή κοινωνία είναι δημοκρατικό δικαίωμα του καθένα μας το να είναι φασίστας. Συχνά πυκνά πρέπει να αντιστρέφουμε το ερώτημα: μπορούμε να απαγορεύσουμε σε κάποιον να είναι φασίστας, να μισεί όσους είναι διαφορετικοί από αυτόν, να λογαριάζει πως πρέπει να διορθωθεί ό,τι του φαίνεται ατέλεια στην φύση; Απάντηση: ούτε μπορούμε, ούτε πρέπει να απαγορεύουμε μήτε τις σκέψεις, μήτε τα λόγια: για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούμε να απαγορεύουμε οποιαδήποτε άποψη, οποιαδήποτε ρητορική, οποιαδήποτε συναίσθημα. Το μίσος (σωστότερα: αυτό που εκλαμβάνουμε εμείς για μίσος) είναι ένας τρόπος έκφρασης (αποκρουστικός για μένα, μα τρόπος έκφρασης) δηλαδή είναι ένα πνευματικό δικαίωμα (δικό μας και των άλλων). Κι ούτε βέβαια είναι κάτι ξένο στη ζωή μας: ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός δομήθηκε πάνω σε ρυθμιστικές θρησκείες, δηλαδή πάνω σε θεοκρατικής αφετηρίας εκφράσεις μίσους του «εχθρού», που είναι «ξένος» και «άπιστος», δηλαδή ένας άλλος. Το όριο της ανεκτικότητας απέναντι στην έφραση του μίσους είναι εκείνο το θολό, αμφιλεγόμενο σημείο όπου η φασιστική ρητορική μετασχηματίζεται σε φασιστική πράξη, όταν τα λόγια γίνονται γροθιές, σιδερολοστοί και βόμβες· δηλαδή όταν το Μein Kampf γίνεται Νόμοι της Νυρεμβεργης και Kristallnacht.



Στα νομικά συστήματα των περισσότερων χωρών του μεταπολεμικού κόσμου υπάρχει, λιγότερο ή περισσότερο, η τάση ελέγχου και απαγόρευσης του φασιστικού λόγου, προκειμένου να μην γίνει πράξη βίας και προσβολής της ελευθερίας των άλλων. Ειδικά στην Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ετούτη η πρακτική κρίθηκε ως κεντρική πολιτική μέθοδος επούλωσης των τραυμάτων του ναζισμού (του οποίου η αποκρουστική βία και ο κτηνώδης αντισημιτισμός είχε υποστηριχτεί ενεργά από μια σημαντική έως συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού λαού). Ωστόσο η προληπτική προστασία ενάντια στον φασισμό είναι προ-απόφαση για τις ανθρώπινες επιλογές’ δηλαδή είναι μια χαρακτηριστική μορφή φασισμού. Η απαγόρευση του Mein Kampf στη Γερμανία δεν εμπόδισε τις ομάδες των νεοναζί να αυξάνουνε ολοένα, ένα συντεταγμένο κόμμα να αρνηθεί το Άουσβιτς και ολόκληρους πολιτικούς σχηματισμούς εξουσίας (Χριστιανοδημοκράτες του Στόιμπερ) να στοιχίζονται σχεδόν απροκάλυπτα πίσω από ξενοφοβικές και ρατσιστικές επιλογές. Και συμφωνώ απόλυτα με τη θέση που από χρόνια έχει διατυπώσει ο Γκίντερ Γκρας: το Mein Kampf πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα και στη Γερμανία, καθώς η επόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων και το επόμενο Άουσβιτς θα αποτραπούν εγκαιρότερα εάν γνωρίζουμε μέσα από ποια επιχειρηματολογία γεννήθηκαν, και όχι αν την εξορίσουμε σε μια μακρινή περιφραγμένη no mans land που κανένας δεν πλησιάζει. Η προληπτική απαγόρευση του φασιστικού λόγου όχι μόνο δεν τον ακυρώνει, αλλά τον δικαιώνει στα μάτια των εκφραστών του, καθώς τον καθιστά «διωκόμενο» άρα και προνομιακό πόλο ενός ιδεολογικού πολέμου και μοιραία του προσδίδει την ηρωική νομιμοποίηση της «αντίστασης». Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τον Ίαν Κέρσοου, θα δει πως η δεκάμηνη φυλάκιση του Χίτλερ στο Λάντσμπεργκερ όχι μόνο δεν ανέκοψε την πορεία του προς την καγγελαρία, αλλά τον μετέβαλε από έναν γραφικό εξτρεμιστή σε πόλο επανασύστασης της «χαμένης γερμανικής ισχύος». Είναι τουλάχιστον ανορθολογικό να πιστεύουμε πως ο φασισμός, ο ρατσισμός και το μίσος του άλλου αντιμετωπίζεται στον πυρήνα τους με απαγορεύσεις, όταν εκτρέφονται από ηθικά συστήματα που δομούνται πάνω στην έννοια της απαγόρευσης.



Ποια μπορεί να είναι η αντιπρότασή μας, λοιπόν; Σίγουρα όχι μια μαγική λύση, αλλά μια διαδρομή κόντρα στη βολική αυτοκατάφασή μας: η αποθεολογικοποίηση της εκπαίδευσης μας, του πολιτικού λόγου μας, της κοινωνικής συμμετοχής μας, η έξοδός μας από το κοπάδι της ομογενοποιημένης κοινοτοπίας που συχνά είναι ασυνείδητη άσκηση βίας και μίσους. Η διαρκής αντίδρασή μας σε κάθε απαγόρευση έκφρασης μεγαλώνει τις πιθανότητες να αντισταθούμε σε κάθε Lebensraum, σε κάθε μπαμπούλα, σε κάθε δήλωση φυλετικής ή «εθνοβιολογικής» υπεροχής, σε κάθε επικίνδυνα μωροφιλόδοξο ή επικίνδυνα ανόητο που ισχυρίζεται πως «οι Έλληνες (κι εδώ μπορεί να μπει κάθε άλλη «εθνικότητα») έχουμε στα κύτταρα μας την πρωτιά» (αλλά και σε κάθε δημοσιογράφο κρατικής τηλεόρασης που μια ώρα αργότερα κάνει γαργάρα την δήλωση αυτή για να μην χαλάσει το κλίμα της «μεγάλης γιορτής» στην οποία έχει με το αζημίωτο στρατευτεί). Ο καθένας έχει το δικαίωμα να σκέφτεται και να δημοσιοποιεί: είτε στήνοντας ένα τηλεοπτικό καφενείο όπου επιδίδεται σε ένα ξενοφοβικό παραλήρημα κατά των μεταναστών, είτε γράφοντας ένα θεατρικό έργο, όπου ένας Εβραίος ονόματι Σάιλοκ αγοράζει το αίμα των ανθρώπων (βλέπε Σέξπιρ, «Ο έμπορος της Βενετίας»). Ωστόσο όσοι πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν μήτε δαίμονες, μήτε προαιώνιοι εχθροί ανάμεσα στους ανθρώπους, έχουμε με τη σειρά μας το δικαιώμα ή την υποχρέωση (όσοι το νιώθουμε και όπως το νιώθουμε) να φωνάξουμε πως είναι το τηλεοπτικό καφενείο θυμίζει παλιά μπυραρία, και το θεατρικό έργο υπηρετεί το μίσος και το ρατσισμό, πως μυρίζει Ζικλόν Β. Αυτό είναι και το στοίχημα: από το να ράψουμε τα στόματα των ανθρώπων προκειμένου να μην ξεστομίζουν λέξεις μίσους εναντίων μας ή εναντίων των άλλων ανθρώπων, είναι προτιμότερο να τις ακούμε και να απαντούμε – έτσι δομήθηκε η ανθρώπινη σκέψη και η ανθρώπινη λογική.



Κοντεύουν δυομιση αιώνες από τότε που ο Βολτέρος ξεχώρισε επιγραμματικά τη διαφωνία από το δικαίωμα έκφρασης. Η στόχευση μιας ανοιχτής κοινωνίας, που υπαινίχτηκαν (πολύ νωρίτερα από τον Μπερξόν και τον Πόπερ) ο Βολτέρος και οι συγκαιρινοί του, δεν είναι το να μην γράφονται τα Mein Kampf (δεν έχουμε δικαίωμα να απαγορεύσουμε μήτε καν τα παραληρήματα μίσους, είτε αυτά ονομάζονται Αποκάλυψη, είτε Malleus Maleficarum, είτε Ο Αγών μου, είτε όπως αλλιώς – εξάλλου, ως γνωστόν, οργανωμένα παραληρήματα γράφονταν πάντοτε και παντοτε πουλούσαν καλά). Η στόχευση της ανοιχτής κοινωνίας είναι να μην μετασχηματίζονται οι όποιες Αποκαλύψεις σε Ιερές Εξέτασεις και διωγμούς «απίστων» και τα όποια Mein Kampf σε Νόμους της Νυρεμβέργης, Kristallnacht, Άουσβιτς και Νταχάου (και μάλιστα με τη συναίνεση της κυρίαρχης πλειοψηφίας). Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον δρόμο προς τούτον τον σκοπό παρά μια ενεργητική κοινωνική δράση όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή οι επιλογές που απορρέουν από το habeo corpus, προτάσσονται από τις ιδεολογίες, τις ηθικές επιταγές, τις μεγάλες αφηρημένες λέξεις-φενάκες. Με άλλα λόγια: από μια κοινωνία όπου κάποιος προαιώνιος Αφέντης ή κάποιος νεόκοπος Μεγάλος Αδελφός θα επιβάλει την «καθολική αγάπη» προτιμώ μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα επιλέγουν το αν και το πώς θα αγαπούν ή θα μισούν. Μπορεί κάποιοι να μου προσάπτουν σχετικισμό (τον οποίο, φαίνεται, να λογαριάζουν για αμαρτία), ωστόσο πιστεύω ό,τι στην επιλογή του να είναι κανείς φασίστας, η αντιπρόταση είναι στα χέρια μας: οφείλουμε (πρωτίστως στους εαυτούς μας) να αναγνωρίσουμε στους φασίστες το δικαίωμα να είναι ό,τι θέλουν – ακριβώς γιατί αυτή η αναγνώριση είναι ο πυρήνας της στάσης που θα εμποδίσει τον μετασχηματισμό της φασιστικής ρητορικής σε φασιστική πράξη. Κι ακόμη: αυτή η αναγνώριση είναι η καλύτερη απάντηση στον φασισμό τους – αλλά και μια κρίσιμη άσκηση ανεκτικότητας στον φασισμό που κρύβουμε μέσα μας.

Θανάσης Τριαρίδης



(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής, στις 13-2-2005 και στις 20-2-2005.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.