Η οικονομική κρίση που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας δεν απειλεί μόνο το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλάζοντας βίαια προς τα κάτω τις σταθερές πάνω στις οποίες διεκδικούσαν να οργανώσουν τη ζωή τους. Απειλεί να αναδιατάξει εξολοκλήρου και το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού, αποσταθεροποιώντας τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις που είχαν οικοδομηθεί πάνω στο κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης. Η ιδεολογική ηγεμονία του φιλελεύθερου καπιταλισμού που είχε δομηθεί πάνω σε συνθήκες σχετικής ευμάρειας για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αλλά και την υπόσχεση για βελτίωση της ατομικής τους κατάστασης σε άλλα, διαμέσου των κατάλληλων προσωπικών επιλογών και της σκληρής δουλειάς, δείχνει να κλονίζεται. Η αστική τάξη και το κράτος έχουν εξαπολύσει μία πρωτοφανής επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και το εισόδημα διεκδικώντας να ανατρέψουν άρδην τον ταξικό συσχετισμό προς όφελός τους, προκειμένου να ξαναστήσουν τον παραπαίοντα ελληνικό καπιταλισμό στα πόδια του, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα και την κυριαρχία τους. Ωστόσο η νέα αυτή συνθήκη θέτει στους διεκπεραιωτές της το πρόβλημα της πολιτικής και ιδεολογικής της νομιμοποίησης της, τη διαμόρφωση συναίνεσης από μεγάλες μερίδες του πληθυσμού χωρίς την οποία κινδυνεύει να αποτύχει. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ για τους ιθύνοντες καθώς στην προκειμένη περίπτωση το μαστίγιο των άγριων πολιτικών λιτότητας δεν συνοδεύεται από κάποιο καρότο μίας κάποιας βελτίωσης στο βάθος του τούνελ. Η διαδρομή έχει μόνο μία κατεύθυνση για την πλειοψηφία: προς τα κάτω.
Σε μία τέτοια κατάσταση αδυναμίας του συστήματος να παράσχει ή να υποσχεθεί ορατή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των υπηκόων του, οι δευτερεύουσες, "βοηθητικές" πτυχές της αστικής ιδεολογίας, όπως αυτές του καταναλωτισμού, του ατομικισμού και του προσωπικού ευδαιμονισμού αδυνατούν να παράξουν την απαιτούμενη μαζική νομιμοποίηση ή έστω την πλειοψηφική αδράνεια που απαιτεί το σύστημα για την ομαλή λειτουργία του. Κινητοποιείται τότε ο πυρήνας της αστικής ιδεολογίας προκειμένου να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή και η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων πάνω στις υποτελείς τάξεις. Σε τι συνίσταται αυτός ο πυρήνας; Μα στην ιδέα του έθνους και σε αυτή της "ατομικής ευθύνης", παράγωγο του φιλελευθερισμού των ατομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Η εθνική ιδεολογία είναι οργανικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Νομιμοποιεί - φυσικοποιεί την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης διαμέσου του κράτους. Αναμορφώνει τα ιδιαίτερα συμφέροντα της αστικής τάξης μετατρέποντας τα σε καθολικά, εθνικά συμφέροντα. Εξαλείφει τα σύνορα ανάμεσα στις τάξεις, μετασχηματίζοντας τα σε διαχωριστικές γραμμές μεταξύ διαφορετικών επαγγελμάτων (υπάλληλος - διευθυντής πχ) ή απλά σχετικοποιώντας τα ως δευτερεύοντα, στο ευρύτερο πλαίσιο της εθνικής ενότητας και συνοχής. Η εθνική ενότητα δεν είναι απλά μία φαντασιακή κατασκευή (κοινότητα). Εκφράζει τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, του θεσμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων, εμφανίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο τον κόσμο ως κόσμο εθνών, αποκρύπτοντας τα ανταγωνιστικά συμφέροντα εντός των εθνικών σχηματισμών ή ανάγοντας τα σε δευτερεύοντα, υπαγόμενα στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη. Το έθνος παίζει το ρόλο του κυρίαρχου αδειανού σημαίνοντος. Νοηματοδοτεί διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους (φυλή, γλώσσα, πολιτισμός κλπ), καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να τους συγκροτεί σε κοινότητα, σε μία ομάδα ανθρώπων που ιδεατά, μοιράζονται κάτι κοινό μεταξύ τους. Ωστόσο δεν είναι όλες οι νοηματοδοτήσεις ισάξιες καθώς είναι το '"σημείο συρραφής" (point de capiton) αυτό που προσκολλάει το κυρίαρχο νόημα στο σημαίνον "έθνος" και αυτό δεν είναι άλλο από το καπιταλιστικό συμφέρον. Το καπιταλιστικό συμφέρον ταυτίζεται με το εθνικό: what is good for capital is good for the nation. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η κυβέρνηση και όχι μόνο, επικαλείται την εθνική ανεξαρτησία για να δικαιολογήσει το πακέτο λιτότητας. Ούτε βέβαια πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως ο κατεξοχήν προαγωγός του εθνικισμού Γ. Καρατζαφέρης αλλά και σύσσωμη η ακροδεξιά έσπευσε να υποστηρίξει το πρόγραμμα σταθερότητας, επισείοντας τον εθνικό κίνδυνο σε περίπτωση μη εφαρμογής του. Από αυτή τη σκοπιά βέβαια, όσες δυνάμεις διαφωνούν με την εν λόγω πολιτική χαρακτηρίζονται αντεθνικές με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να τεθούν εκτός του νόμιμου και αποδεκτού πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι χαρακτηριστική η προειδοποίηση του Κ. Μητσοτάκη προς την αριστερά, να μη θέσει το εαυτό της εκτός συνταγματικής νομιμότητας, με το να οργανώσει τη λαϊκή αντίδραση απέναντι στα μέτρα.
Ωστόσο αν η επίκληση του εθνικού συμφέροντος για να εξουδετερωθούν οι αντιδράσεις που προκαλούν τα αντιλαϊκά μέτρα, είναι το κατεξοχήν πεδίο της δεξιάς και της ακροδεξιάς, η δεύτερη πτυχή του πυρήνα της αστικής ιδεολογίας, η ατομική ευθύνη, αξιοποιείται κυρίως από το φιλελεύθερο μέρος του πολιτικού φάσματος, αριστερού και μη. Αυτός ο χώρος, με διαφορετικές εμφάσεις κάθε φορά, προσπαθεί να μας πείσει πως υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση είμαστε όλοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι διεφθαρμένοι, τεμπελιάζουν και αμείβονται πλουσιοπάροχα. Οι καταναλωτές που δεν ζητάνε απόδειξη, η πλειοψηφία των εργαζομένων που με την παραμικρή ευκαιρία που θα τους δοθεί θα παραβιάσουν τους νόμους, ενώ καταναλώνουν πάνω από τις δυνάμεις τους. Τα συνδικάτα και η αριστερά που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των "συντεχνιών" σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Όλες αυτές οι συμπεριφορές δημιούργησαν σωρευτικά ένα κλίμα γενικευμένης ανομίας και ασυδοσίας που οι συνέπειες του είναι η κρίση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή. Η κοινωνία, η οικονομία και το πολιτικό σύστημα δεν είναι παρά ουδέτερα πεδία πάνω στα οποία συναντιούνται και συναλλάσσονται τα υποκείμενα, φορείς ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όταν τα υποκείμενα αυτά συστηματικά αρνούνται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και παραβιάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο που ελεύθερα και δημοκρατικά σύναψαν, τότε εύλογα η κοινωνία θα δυσλειτουργεί.
Αν βέβαια είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την κρίση τότε δεν έχει νόημα να ρίχνουμε το φταίξιμο σε άλλους. Πρέπει να παραδεχτούμε τα λάθη μας, να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να δεχτούμε τις συνέπειες των εσφαλμένων πράξεων μας. Αφού λοιπόν ολοκληρώσουμε τη θεραπεία που προτάσσει η γνωστική ποπ ψυχολογία θα πρέπει να αναγνωρίσουμε σε αυτή την κρίση την ευκαιρία να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία στηρίζοντας όλοι μαζί το πρόγραμμα σταθερότητας, το οποίο μπορεί να είναι επώδυνο, είναι όμως απαραίτητο για να ξεπεράσουμε την κρίση. Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Αφενός μεν αποκρύπτεται το γεγονός πως η κοινωνία και η οικονομία δεν είναι ουδέτερα πεδία αλλά αντίθετα αρθρώνονται γύρω από ένα ταξικό εκμεταλλευτικό πλέγμα σχέσεων, στο οποίο κάποιοι είναι φορείς και οργανωτές αυτών των σχέσεων (κεφάλαιο - κράτος) και κάποιοι (εργάτες) δέκτες, με ανύπαρκτες επιλογές και άρα δεν μπορεί να ευθύνονται όλοι για την αποτυχία πολιτικών τις οποίες δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν πάρει μέρος στη λήψη και την εφαρμογή τους. Αφετέρου συγκαλύπτεται το ταξικό πρόσημο και οι συνέπειες των μέτρων που εφαρμόζονται για τη διαχείριση της κρίσης.
Πόσο πειστική μπορεί να είναι όμως αυτή η επιχειρηματολογία σήμερα, τη στιγμή που αφενός μεν η κρίση δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, άρα δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποιες ιδιαίτερες υπερβολές που χαρακτηρίζουν τον πολιτισμό των ιθαγενών (εκτός και αν τα ίδια χαρακτηριστικά μοιράζονται οι πολίτες των ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Βρετανίας, Ιρλανδία, Πορτογαλίας κλπ). Αφετέρου σκοντάφτει σε κάποιες πολύ ορατές αντιφάσεις. Για παράδειγμα πόσο αποτελεσματικό και απαραίτητο είναι το πρόγραμμα σταθερότητας για να εμποδίσει τη χρεοκοπία και να βάλει την οικονομία σε τροχιά υγιούς ανάπτυξης, τη στιγμή που ακόμη και αν εφαρμοστεί κατά γράμμα, το χρέος θα πάει από 120% του ΑΕΠ σήμερα, στο 149% το 2013, και από πού θα προκύψει η ανάπτυξη όταν περικόπτεται τόσο η η ιδιωτική κατανάλωση, οι δημόσιες δαπάνες, όσο και οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις; Και ποιο είναι αυτοί που καλούνται να οδηγήσουν τη χώρα σε μία νέα πορεία, εξυγιαίνοντας το πολιτικό και το οικονομικό σύστημα; Ένας πρόεδρος της δημοκρατίας που αρέσκεται να δίνει μαθήματα ηθικής και διαφάνειας ενώ διευκόλυνε τον Ανδρέα Παπανδρέου να νομιμοποιήσει μαύρα χρήματα "δανείζοντας" τον προκειμένου να χτίσει τη βίλα της Δήμητρας Λιάνη; Ένας πρωθυπουργός που ήταν κεντρικό στέλεχος - υπουργός όλα αυτά τα χρόνια που δομήθηκε το σύστημα της κλοπής και κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος; Ή μήπως ένας υπουργός οικονομικών που υπήρξε διευθυντικό στέλεχος του ΟΤΕ την περίοδο που ο εν λόγω οργανισμός σύναψε τις περισσότερες "αμαρτωλές" συμβάσεις με τη Ζήμενς; Για να αναφέρω μερικά μόνο παραδείγματα που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Ωστόσο αυτά δεν αποτελούν πρόβλημα για τους φιλελεύθερους πρωταθλητές της ηθικής αναμόρφωσης, του λαού μας. Προκειμένου να προστατέψουν τον πυρήνα της ιδεολογίας τους από την συστηματική διάψευση των βοηθητικών του υποθέσεων, επιστρατεύουν αυτά που ο Πόπερ ονόμαζε "συμβατικά στρατηγήματα" (conventionalist stratagems) με τον ίδιο τρόπο που οι μεσαιωνικοί υποστηρικτές του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου προσπαθούσαν να το καταστήσουν συνεπές με τις παρατηρήσεις χρησιμοποιώντας έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό επίκυκλων. Έτσι για την απουσία ανάπτυξης και την υπονόμευση της οικονομίας ευθύνονται τα συνδικάτα με πρώτο και καλύτερο το ΠΑΜΕ που σαμποτάρει τον τουρισμό κλείνοντας λιμάνια και πολιτισμικά μνημεία. Ενώ για την αποτυχία του προγράμματος θα ευθύνονται οι διεφθαρμένοι και αντιπαραγωγικοί δημόσιοι υπάλληλοι οι ανεύθυνες λαϊκές αντιδράσεις και η αριστερά που τις υποκινεί και τις καλύπτει πολιτικά. Εδώ κάπου αποχωρεί ο Πόπερ και αναλαμβάνει ο Χαρδαβέλας...
Πως είναι δυνατόν όμως τη στιγμή της μεγαλύτερης επίθεσης που δέχονται τα λαϊκά δικαιώματα, της βαθύτερης κρίσης που βιώνει η ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες κάποιοι να επιμένουν πεισματάρικα σε ηθικολογικές ερμηνείες και σε εμφανώς αδιέξοδες και καταστροφικές πολιτικές; Ε λοιπόν, it's the ideology, stupid. Αν εξαιρέσουμε εκείνους που συνειδητά και κατ' επάγγελμα προσπαθούν να αποκρύψουν τις ευθύνες του συστήματος και των κρατούντων για να πουλήσουν στον κόσμο τις ταξικές πολιτικές ως αναγκαίες και αποτελεσματικές, για τους άλλους, ακόμη και εντός της αριστεράς, που πιστεύουν αυτές τις αναλύσεις, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο Ζίζεκ για να πάρουμε μία εικόνα των μηχανισμών με τους οποίους η συγκεκριμένη ιδεολογία εγκαλεί τα υποκείμενα της. Όταν το ιδεολογικό "ψέμα" (ο φιλελεύθερος ατομικισμός, η κοινωνία ως άθροισμα υποκειμένων φορέων ατομικών δικαιωμάτων, η ατομική ευθύνη κλπ) που αρθρώνει την πρόσληψη της κοινωνίας από τα υποκείμενα, απειλείται από συνεχή "συμπτώματα" --δηλαδή την ανάδειξη των απωθημένων ταξικών ανταγωνισμών που διαπερνούν την κοινωνία, των αποκλινόντων ταξικών συμφερόντων που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα-- τότε αναλαμβάνουν τα φετίχ να την επαναφέρουν στη σταθερότητα. Το φετίχ λειτουργεί ως ανάστροφο σύμπτωμα, ως η ενσάρκωση του ψέματος που επιτρέπει στους ανθρώπους να διαχειριστούν και να απορροφήσουν την ανυπόφορη αλήθεια. Είναι ίσως το τελευταίο ανάχωμα που συναντάμε πριν οδηγηθούμε στην αποδοχή της αλήθειας. Διαμέσου αυτού μπορούν οι οπαδοί του φιλελευθερισμού να διατηρήσουν την προσκόλληση τους στη συγκεκριμένη ιδεολογία , τη στιγμή που αυτή απειλείται τα μέγιστα από την έκρηξη της ταξικής πάλης, μετατοπίζοντας τα αίτια της κρίσης και της αποτυχίας του συστήματος, από την κανονική λειτουργία του καπιταλισμού, από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, στους... δημόσιους υπάλληλους, την αριστερά, την αδύναμη ηθική του λαού. Όλοι οι άνθρωποι δηλαδή, αφεντικά και δούλοι, που δεν μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να διαχειριστούν σωστά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις με τα οποία τους προίκισε η φύση και η πολιτεία, είναι υπεύθυνοι για το οικονομικό αδιέξοδο. Μπορούν κατ' αυτό τον τρόπο οι φιλελεύθεροι να συνεχίσουν να ταυτίζονται με την εξουσία και την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, με όλα τα προνόμια που τη συνοδεύουν, διατηρώντας ταυτόχρονα για τους εαυτούς τους έναν ρόλο εξωτερικού τιμητή της ηθικής κατάπτωσης του λαού. Μάλιστα όσο περισσότερο οξύνεται η κοινωνική αντιπαράθεση, τόσο περισσότερο αυτοί γαντζώνονται στα φετίχ τους, υψώνοντας τους επικριτικούς τόνους απέναντι στα ανεύθυνα συνδικάτα, τη "λαϊκιστική" αριστερά, τους φυγόπονους πολίτες.
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί βέβαια και η εθνικιστική ιδεολογία. Προκειμένου να διατηρηθεί ενωμένο και αρμονικό το σώμα του έθνους, παρά τις προφανείς αντιθέσεις που το διαπερνούν, επιστρατεύεται κάποιος εχθρός, εσωτερικός ή εξωτερικός που παρασκηνιακά συνωμοτεί για να υπονομεύσει και να διασπάσει τον περιούσιο λαό, αποτρέποντας τον από το να πραγματοποιήσει το ηρωικό πεπρωμένο του. Στην περίπτωση αυτή οι μετανάστες, οι αριστερά, οι Εβραίοι, ο κοσμοπολιτισμός, είναι μερικά προσφιλή φετίχ στα οποία καταφεύγει η εθνικιστική ιδεολογία προκειμένου να διατηρήσει τη συνοχή της. Το ενδιαφέρον είναι πως το ξέσπασμα της κρίσης φαίνεται να φέρνει ιδιαίτερα κοντά τις δύο, φαινομενικά ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Σε προηγούμενες περιόδους οι εθνικιστές αντιλαμβάνονταν τους φιλελεύθερους ως δούρειο ίππο που στοχεύει στη διάβρωση του εθνικού φρονήματος των ιθαγενών και στην παράδοση τους βορά στις ορέξεις των εχθρών του έθνους. Ενώ οι δεύτεροι αντιμετώπιζαν τους πρώτους ως αφελείς και ανορθολογικούς, επικίνδυνους για τις ατομικές ελευθερίες και την ομαλή συνύπαρξη των πολλών και διαφορετικών ταυτοτήτων που συνθέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η έλευση της κρίσης όμως πολώνει το πολιτικό πεδίο στα δύο του άκρα. Οπότε όσοι επιλέγουν να ταυτιστούν με το κεφάλαιο οφείλουν να παραμερίσουν τις μεταξύ τους διαφορές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό που δεν είναι άλλος από τις δυνάμεις της εργασίας. Έτσι βλέπουμε τον υμνητή της πολυπολιτισμικότητας, της ανεκτικότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρωθυπουργό Γ.Α. Παπανδρέου να συνεργάζεται άψογα με τον ακροδεξιό και μισαλλόδοξο πρόεδρο του ΛΑΟΣ, προκειμένου να εφαρμοστεί απρόσκοπτα το πρόγραμμα κατεδάφισης των εργατικών δικαιωμάτων. Ενώ βέβαια και οι δύο πτέρυγες του αστικού πολιτικού φάσματος αναγορεύουν ως εχθρό την αριστερά, που και το έθνος υπονομεύει τη στιγμή που αυτό κινδυνεύει και τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες απειλεί, με τις καταλήψεις τις απεργίες και τις διαμαρτυρίες που οργανώνει. Νέοι καιροί νέα ήθη...
Περιττό να προσθέσουμε πως η ιδεολογία, τόσο στην εθνικιστική όσο και στη φιλελεύθερη διάσταση της δεν είναι προϊόν ορθολογικής σκέψης και εμπειρικής τεκμηρίωσης και γι αυτό δεν αντιμετωπίζεται με συζήτηση και αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων. Πρόκειται για μία ασυνείδητη τις περισσότερες φορές, φαντασίωση που αρθρώνει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι προσλαμβάνουν την πραγματικότητα. Συνδέεται με συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα και επιβεβαιώνεται και αναπαράγεται από ιδιαίτερους μηχανισμούς και δομές. Η αποδοχή της συνοδεύεται από μία σειρά υλικές και ψυχικές απολαύσεις που απορρέουν μεταξύ άλλων και από την ταύτιση με τις συγκεκριμένες δομές εξουσίας που εξυπηρετεί. Η αποκήρυξη και εγκατάλειψη μίας ιδεολογίας είναι ιδιαίτερα τραυματική διαδικασία και προϋποθέτει τη βίαιη διάρρηξη του ιδεολογικού - συμβολικού ιστού από το Πραγματικό, αυτό που δεν μπορεί να ερμηνευτεί και ενσωματωθεί στο υπάρχον συμβολικό πεδίο. Σε τι θα μπορούσε να συνίσταται αυτό το Πραγματικό στην περίπτωσή μας; Μιας και εξετάζουμε την περιπέτεια της ιδεολογίας αναφορικά με την κρίση, ας αξιοποιήσουμε λίγο την εμπειρία της Αργεντινής, μίας μακρινής αλλά αρκετά οικείας στα καθ ημάς το τελευταίο διάστημα, χώρας. Η εν λόγω χώρα αντιμετώπισε στις αρχές της δεκαετίας μία σοβαρή οικονομική κρίση, παρόμοια με αυτή που βιώνουμε εμείς τώρα. Η κρίση αυτή έληξε, στο πολιτικό της μέρος τουλάχιστον, το Δεκέμβρη του 2001 με μία βίαιη και αιματηρή εξέγερση η οποία όμως αντίθετα από ότι πιστεύουν πολλοί, δεν συνέβη από τους συνήθεις ύποπτους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους εργάτες και την αριστερά. Ήταν μία εξέγερση της μεσαίας τάξης, αυτής που όλη την προηγούμενη δεκαετία που οδήγηση στην κρίση, των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, ήταν στο στρατόπεδο των "νικητών" της αγοράς. Στήριξε τις μεταρρυθμίσεις, ύμνησε την ιδεολογία της αγοράς και στοχοποίησε τα θύματα της, τις στρατιές των ανέργων, των φτωχών και των ανασφάλιστων που παρήγαγε το αργεντίνικο οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του 90. Δύο μέρες όμως ήταν αρκετές για να καταρρεύσει αυτή η συναίνεση. Στις 19 και 20 του Δεκέμβρη του 2001 η μεσαία τάξη της Αργεντινής ξεχύθηκε στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, συγκρούστηκε με την αστυνομία, πυρπόλησε αυτοκίνητα, λεηλάτησε σούπερ μάρκετ και ανέτρεψε την κυβέρνηση, αναγκάζοντας τον πρόεδρο να εγκαταλείψει το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο. Η αιτία της εξέγερσης; το πάγωμα των καταθέσεων στις τράπεζες που θα ακολουθούνταν από υποτίμηση του νομίσματος. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία λοιπόν και η εθνική συναίνεση δεν άντεξε την πίεση μίας χούφτας δολαρίων ή μάλλον πέσος. Οι διάφοροι λοιπόν επίδοξοι ηθικοί αναμορφωτές του λαού που έχουν βαλθεί τελευταία να ξεμπερδέψουν με την ανεύθυνη και λαϊκιστική αριστερά, ας ρίχνουν που και που καμία ματιά στις τράπεζες, διότι οι καιροί είναι περίεργοι.
RD (Δημήτρης)
Ευρώπη σε οικονομική υποβάθμιση
-
Πριν από 16 χρόνια η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων
Πολιτειών ήταν σχεδόν ισότιμη. Σήμερα οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: η
οικονομία...
Πριν από 1 ώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.