Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Ανάληψη ευθύνης για το εμπρηστικό μπαράζ στην Θεσσαλονίκη

“Η Ζωή που η κοινωνία μας προσφέρει δεν είναι μια ζωή γεμάτη, ελεύθερη και γιορτινή. Είναι μια ζωή καταπνιγμένη, ακρωτηριασμένη και ταπεινωμένη. Εμείς πρέπει να την αρνηθούμε.

Αν δεν έχουμε τη δύναμη και την ικανότητα να αποσπάσουμε βίαια από τα χέρια της εκείνη την ανώτερη και ρωμαλέα ζωή που τόσο έντονα εμείς την αισθανόμαστε, ας πετάξουμε εκείνο το φάντασμα στο βωμό της θυσίας και της οριστικής παραίτησης.

Καλύτερα να ανεβούμε στις φλόγες της πυράς και να πέσουμε με το κρανίο κομματιασμένο από μια ριπή ενός τυφλού εκτελεστικού χτυπήματος, παρά να δεχθούμε το φάντασμα μιας ειρηνικής ζωής που δεν είναι τίποτα άλλο από μια κακή παρωδία της.

Ως εδώ φίλοι με τη δειλία. Φτάνει ω σύντροφοι η αφελής ψευδαίσθηση “ Της ηρωικής πράξης του πλήθους”. Φτάνει”

Ξεκινάμε από το μηδέν.

Γεννηθήκαμε μέσα σε μία εμπόλεμη συνθήκη.

Μεγαλώνοντας κανείς μέσα στον πιο ολοκληρωτικό και συγχρόνως ύπουλο, πιο βίαιο και συγχρόνως διάχυτο πόλεμο, αυτόν που διεξάγεται διαταξικά, διαφυλετικά και διαπερνά οριζόντια και κάθετα τον κοινωνικό ιστό υλοποιώντας το ρητό ‘’ΟΛΟΙ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΟΛΩΝ’’, έρχεται όπως και σε κάθε πόλεμο το μεγάλο δίλλημα:

Ή θα παραιτηθείς και θα δεχθείς τις συνέπειες του ως άμαχος πληθυσμός.

Ή θα οπλιστείς και θα γίνεις κομμάτι του δίνοντας τα δικά σου χαρακτηριστικά σ’ αυτόν, τουλάχιστον στο όσο σου αναλογεί.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν την κοινωνία όχι ως κάτι καλό ή ως κάτι κακό αλλά ως ένα πεδίο μάχης στο οποίο εκτυλίσσεται ο παραπάνω πόλεμος. Μη μένοντας λοιπόν αμέτοχοι, παίρνοντας συνειδητά θέση σε αυτόν, αναμενόμενο είναι να προσπαθούμε διαρκώς να εντοπίζουμε τις κινήσεις του εχθρού, τα σχέδια του, τις αντιφάσεις του, αλλά και τις διαφορετικές εκφάνσεις του, μιας και δεν αποτελεί μια στατική αντίπαλη δύναμη αλλά διάχυτο ιδεολόγημα στις κοινωνικές σχέσεις. Κι αν εργαζόμαστε με πείσμα πάνω σε αυτήν την χαρτογράφηση είναι για να σφυρηλατήσουμε τα μυαλά μας στο αμόνι της κριτικής σκέψης, έτσι ώστε να καταφέρουμε (έχοντας αναλύσει και αποδομήσει μέσα μας τη λειτουργία της εξουσίας ως θεσμό και ταυτόχρονα ως κοινωνική σχέση) πιο καίρια πλήγματα στο τερατούργημα που αν δεν το καταστρέψουμε πρώτοι θα καταστρέψει τις ζωές μας.

Οπότε θέλοντας να ορίσουμε κάπως τον όρο ¨κοινωνία¨, θα αναφερόμασταν περισσότερο σε ένα σύμπλεγμα σχέσεων μεταξύ ενός ανθρώπινου συνόλου και των ρόλων και των καταστάσεων που το διέπει.

Τα κύρια χαρακτηριστικά που απαρτίζουν την κοινωνία είναι από τη μία το κοινωνικό σύνολο (άτομα) και από την άλλη τα στοιχεία της κοινωνικής ζωής (θρησκεία, σχολείο , εργασία, εμπόρευμα κ.α.) . Με βάση ορισμένες σχέσεις διαμορφωμένες πάνω σε αξιακούς και ηθικούς κώδικες που συνδέουν τα παραπάνω σύνολα, κάθε άτομο συμμετέχει στην διαδικασία ομαλής συμβίωσης με τους υπόλοιπους υιοθετώντας κάποιους ρόλους. Μιλώντας για την καπιταλιστική κοινωνία οι ρόλοι με ένα πολύπλοκο σύστημα βαθμομέτρησης ιεραρχούνται. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι: κάθε σχέση μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου είναι εξουσιαστική και αλλοτριωμένη (όσον αφορά το ποιος εξουσιάζει ποιον και σε τι βαθμό εξαρτάται από τον στιγμιαίο συνδυασμό ρόλων και την μεταξύ τους διαχρονική ιεράρχηση).

Για να γίνουμε πιο κατανοητοί θα δώσουμε ένα αρκετά συγκεκριμένο παράδειγμα που όμως καταδεικνύει πλήρως το παραπάνω φαινόμενο: Στο περιβάλλον μιας επιχείρησης , μια γυναίκα που κατέχει υψηλή θέση στην ιεραρχία αυτής (π.χ. Μέλος του Δ.Σ. ) εξουσιάζει όλους τους από κάτω (π.χ. απλό εργάτη) . Παράλληλα όμως στο οικογενειακό της περιβάλλον η ίδια εξουσιάζεται από το σύζυγό της , απλό εργάτη κάποιας άλλης επιχείρησης ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να δουλεύει στη δική της.

Παράλληλα για κάθε μέρος του ίδιου συνόλου ορίζεται μια κοινωνική θέση (status) που είναι απόρροια του συνδυασμού ρόλων που επιτελεί ο καθένας γενικότερα. Ο εξουσιαστικός αυτός ανταγωνισμός τροφοδοτείται κυρίως από το παιχνίδι της κοινωνικής ανέλιξης, πρωταγωνιστές του οποίου γίνονται οι άνθρωποι κινούμενοι από την ματαιοδοξία και την κενότητα των καιρών.




Η αυθεντία της «κοινής» «γνώμης»

Σε κάθε χρονική περίοδο, στο σύνολο των ανθρώπων που αλληλεπιδρούν στα πλαίσια της κοινωνίας, επικρατεί ένα φαινομενικά κοινό αίσθημα όσον αφορά το πώς (πρέπει να) εκλαμβάνονται και αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα αυτήν την περίοδο. Η ατμόσφαιρα αυτή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως κοινωνικό κλίμα δημιουργείται μέσω μίας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ κρατικών εντολών και κοινωνικών αναγκών με διαμεσολαβητές τα ΜΜΕ . Το κλίμα αυτό διαμορφώνει κατά μεγάλο βαθμό την ατομική άποψη του καθενός η οποία επηρεάζεται και από κάποιες ατομικές προδιαθέσεις και χαρακτηριστικά.

Τα ΜΜΕ χρησιμοποιώντας μεθόδους ψυχολογίας και κοινωνιολογίας προβάλλουν επιλεκτικά τα διάφορα γεγονότα και δίνουν μεγαλύτερο βάρος σε κάποια απ’ αυτά και σε συγκεκριμένες πληροφορίες περί αυτών. Στην ουσία αναπαράγουν τα γεγονότα και μεταφέροντας τα, μέσα από αλλόκοτους συνειρμούς και ασύνδετες πληροφορίες, καταλήγουν σε συμπεράσματα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κυριαρχίας.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας όλα τα παραπάνω, παράλληλα με το θέαμα που προσφέρει ο συγκεκριμένος τρόπος μετάδοσης, τα ΜΜΕ σε συνδυασμό και εδώ με ατομικά και συλλογικά βιώματα, διαμορφώνουν μία γενική κατεύθυνση του κοινωνικού κλίματος, δηλαδή την κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη αποτελεί την μέση άποψη της πλειοψηφίας ενώ χρησιμοποιείται και εκλαμβάνεται από τα άτομα σαν γενική αλήθεια τόσο εμπεριστατωμένη, ικανή να αποτελέσει το μόνο επιχείρημα για την υποστήριξη κάθε θέσης και σχεδιασμού που πηγάζει από τα πάνω. Έτσι η διαχείριση/διακυβέρνηση μιας αλλοτριωμένης ζωής δεν προέρχεται πλέον από τους φορείς μιας εθνικιστικής, θρησκευτικής ή έντονα κομματικής ιδεολογίας επιβαλλόμενης αμείλικτα στους υπηκόους της, αλλά συνδιαμορφώνεται και εν τέλει (αυτό)επιβάλλεται μεταξύ έξυπνων καπιταλιστών που (αφού επεξεργάζονται τα θέλω αλλά και τις αντοχές της μάζας) προωθούν έντεχνα το μεγάλο ψέμα της κοινής γνώμης, και αδιανόητα ηλίθιων υπηκόων που βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα σε αυτήν, δίνοντάς της αληθινή και πραγματική υπόσταση.

Η κοινή γνώμη, όπως και το κοινωνικό κλίμα αντίστοιχα, δεν παραμένουν σταθερά σε μία πάγια άποψη, αντιθέτως μεταβάλλονται ριζικά και μάλιστα σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Αυτό συμβαίνει για τον εξής λόγο: Η συμμετοχή του ατόμου στο κυνήγι της κοινωνικής ανέλιξης και η ταυτόχρονη αποστασιοποίησή του από τα συλλογικά, αν όχι ανατρεπτικά, οράματα, τον έχει οδηγήσει στο να μένει αδιάφορος και αμέτοχος σε ότι δεν συνεισφέρει η έστω δεν επηρεάζει την υλική ευημερία του ίδιου και των οικείων του. Επομένως, αυτή η ουδετερότητα οδηγεί στην έλλειψη κριτικής σκέψης και αυτή με τη σειρά της αμφίδρομα ενισχύει την πρώτη. Εν τέλει ο άνθρωπος που δεν είναι φορέας συλλογικής ταυτότητας μετατρέπεται σε εύκολα μεταχειρίσιμο τηλεθεατή που απομονωμένος στο σαλόνι του δεν είναι παρά εύπλαστη ύλη που παίρνει μέγεθος και σχήμα βάση των μέτρων της κυριαρχίας.

Συμπερασματικά: Η έλλειψη συλλογικών ταυτοτήτων οδηγεί στην έλλειψη συλλογικής μνήμης καθιστώντας έτσι τον άνθρωπο ένα ζόμπι επιβίωσης που ζώντας ένα συνεχές παρόν, διαγράφει το παρελθόν του, αδυνατώντας έτσι να ορίσει το μέλλον του. Συμβάλλοντας στην παραπάνω κατάσταση, όπως προαναφέραμε, τα ΜΜΕ είτε αποκρύπτοντας γεγονότα, είτε δίνοντάς τους μια επιτηδευμένη θεαματική έμφαση, είτε αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά κάποιων άλλων οδηγούν στην απαξίωση ή ακόμα χειρότερα στην αφομοίωση παρελθοντικών γεγονότων.





ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΑΤΑΡΑΧΕΣ ΚΑΙ ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Ο καπιταλισμός όντας ένα άπληστο και ανταγωνιστικό οικονομικό σύστημα, πρέπει αναγκαστικά να δημιουργήσει καταστάσεις που θα βοηθήσουν την επανασυγκέντρωση του πλούτου από τη βάση έως την κορυφή της πυραμίδας προκειμένου να επιβιώσει η ιεραρχία αυτής. Γι’ αυτό το λόγο και μέσα από ένα παιχνίδι εντυπώσεων παρουσιάζονται υποτιθέμενες κρίσεις προκειμένου να ενισχυθεί η ανεκτικότητα της κοινωνίας και γενικά να εξελιχθεί ομαλότερα η παραπάνω διαδικασία. Αυτά τα τεστ κοινωνικής αντοχής, όπως είναι αναμενόμενο, γεννάν κοινωνική δυσαρέσκεια η οποία σε αρκετές περιπτώσεις μετατρέπεται σε κοινωνικές αναταραχές.

Το σύστημα επιδιώκοντας να έχει καλυμμένα τα νώτα του μπροστά σε παροντικές αλλά και μελλοντικές (εντονότερες ή μη) αναταραχές, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που μπορεί να ελέγξει για την αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας. Κυρίως προλαμβάνοντας και χτυπώντας κατευθείαν στη σκέψη, μέσω της προπαγάνδας διαμορφώνει στα μέτρα του έννοιες και γεγονότα και οδηγεί τα άτομα σε μία συγκεκριμένη πεπερασμένη αντίληψη εμποδίζοντας αυτή μιας συνολικότερης εικόνας. Από 'κει και έπειτα το σύστημα, συμπληρώνοντας κάθε κενό της οχύρωσής του, χρησιμοποιεί ¨μηχανισμούς¨ που λειτουργούν αφομοιωτικά για μερίδα κόσμου η οποία διαφεύγει από τα παραπάνω. Τέλος, επιχειρεί τον εκμηδενισμό κάθε πιθανότητας εκτροπής του, μέσω άμεσα κατασταλτικών μεθόδων και πρακτικών, έως την τελική εξόντωση του υποκειμένου που επιλέγει ένα πιο ριζοσπαστικό τρόπο δράσης και φλερτάρει με τη συνολικότερη άρνηση της κοινωνικής ιεράρχησης και του ρόλου του μέσα σε αυτήν.







ΜΜΕ: Οχύρωση μέσω της προπαγάνδας

Οι κρατικοί μηχανισμοί ενημέρωσης (ΜΜΕ) αποτελούν ίσως το πολυτιμότερο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου της κυριαρχίας αφού, έχοντας μεγάλο ποσοστό επιρροής πάνω στην κοινωνία, μέσω της προπαγάνδας, λειτουργούν και αφομοιωτικά και κατασταλτικά. Με σκοπό την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας όπως και την επικράτηση ισορροπιών , διαμορφώνουν την κοινωνική ζωή μέσω της δημιουργίας προτύπων προκαθορισμένης συμπεριφοράς, δηλαδή, προβάλλουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανθρώπου που ανεξαρτήτως των ρόλων που επιτελεί, πρέπει να είναι τίμιος, δημοκράτης και υπάκουος. Τα ΜΜΕ μέσω του θεάματος θα φροντίσουν να ενημερώσουν, να μορφώσουν, να ψυχαγωγήσουν και να συμβουλέψουν το εγκλωβισμένο στον κοινωνικό ιστό, ον. Σε μια προσπάθεια τους να καταπραΰνουν την οργή του αγανακτισμένου πολίτη που νιώθει προδομένος από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του, τα μίντια, με τις αφομοιωτικές τους μεθόδους δίνουν ¨φωνή στο λαό¨ καλύπτοντας έτσι τα κενά της δημοκρατίας, προβάλλοντας και επιβάλλοντας του την κενή πραγματικότητα και τις εναλλακτικές της διεξόδους ως το ιδανικό γι’ αυτή τη ζωή.

Οι δημοσιογράφοι, από τους πιο ψυχρούς ρήτορες που έρχονται για να πείσουν τους από κάτω, μέχρι τους ¨πιο κοντά στο λαό¨ που θα μεταφέρουν στους από πάνω τα προβλήματα των πρώτων (λειτουργώντας ο καθένας πάντα προς τέρψιν του πολιτικού, επιχειρηματία , βιομηχάνου, εφοπλιστή με τον οποίο έχει συνάψει σχέσεις συμφερόντων), είναι αυτοί που θα θεμελιώσουν στη συνείδηση καθενός τα ΜΜΕ ως τρόπο επικοινωνίας μεταξύ κυριάρχων και υπηκόων. Είναι αυτοί, οι δέκτες γεγονότων και πληροφοριών που είτε θα τις εκπέμψουν αφού πρώτα τις επεξεργαστούν, τις διαμορφώσουν ανάλογα και τις διαστρεβλώσουν, είτε θα τις αποκρύψουν για να εξυπηρετήσουν τους προπαγανδιστικούς σκοπούς του συστήματος. Είναι αυτοί, που με τη στάση τους αποτελούν τους κύριους πρεσβευτές της ουδετερότητας, όταν σε στιγμές πολέμου αντιλαμβάνονται τις κοινωνικές συγκρούσεις ως μία ακόμη πληροφορία- υλικό- εμπόρευμα.




ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ: Αφομοίωση και άμεση καταστολή

Όπως έχουμε προαναφέρει στην προηγούμενή μας προκήρυξη: «Η εξουσία εκμεταλλευόμενη την δυσφορία που υποσυνείδητα νοιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος προσφέρει μέσω του εκδημοκρατισμένου τρόπου ζωής μια ευρεία γκάμα επιλογών.» Στην προκειμένη, όσον αφορά τους εργαζομένους, αυτή η δυσφορία είναι πολύ πιο εμφανής και η κυρίαρχη επιλογή-λύση θα πρέπει να είναι συνολική και να καλύπτει όλες τις ανάγκες του ατόμου.

Όταν αναφερόμαστε, όμως, στις ανάγκες των ατόμων που απαρτίζουν την κοινωνική ομάδα των εργαζομένων, αναφερόμαστε σε ανάγκες οικονομικής φύσεως, το ίδιο ισχύει και για τα συμφέροντά τους . Με απλά λόγια, ο εργαζόμενος θέλει περισσότερα χρήματα με λιγότερο κόπο. Η εξουσία αντιλαμβάνεται αυτή την συνθήκη πριν καν την συνειδητοποιήσει ο ίδιος και φέρνει το συνδικαλισμό μπροστά του σαν από μηχανής θεό: «Η έννομη λύση στη δυσφορία σου» ή όπως ο ίδιος αυτοπροωθείται «κομμάτι των δημοκρατικών αγώνων που ασκεί ισχυρή πίεση στις κυβερνήσεις για χάρη των συμφερόντων των εργαζομένων».

Ας δούμε όμως το ρόλο των συνδικαλιστών ακόμη και σε αυτούς τους δημοκρατικούς αγώνες με τα συντεχνιακά αιτήματα που προωθούν. Τα συνδικαλιστικά όργανα δεν είναι άλλο από έναν ακόμη συστημικό ¨μηχανισμό¨ αφομοίωσης, μία ακόμη βαλβίδα αποσυμπίεσης και αυτό διαφαίνεται στον τρόπο με τον οποίο ασκούν πίεση. Δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά θεσμικά όργανα που κηρύσσουν θεσπισμένες απεργίες (π.χ. επετειακές ή 8ωρες στάσεις εργασίας). Όταν, όμως, οι καλοστημένες κινητοποιήσεις τους δεν καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες κάποιων ατόμων που μετέχουν σε αυτές (με αποτέλεσμα π.χ. συγκρούσεις με αστυνομικές δυνάμεις ή βίαιες πράξεις), τότε λειτουργούν και άμεσα κατασταλτικά με το να προσφέρουν απλόχερα στην αστυνομία πληροφορίες για τους παρεκκλίνοντες ή καμιά φορά και τους ίδιους.

Αν κάπου, λοιπόν, εντοπίζουμε το πρόβλημα δεν είναι ούτε στους ¨ξεπουλημένους εργατοπατέρες¨ της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ (οι μεγαλύτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις με τις πλέον χαλαρές δομές) ούτε στο δογματικό-πειθαρχημένο και στρατοποιημένο ταξικό παρακλάδι του ΚΚΕ, το ΠΑΜΕ. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ίδια την ύπαρξη του ενδοσυστημικού συνδικαλισμού που εμποδίζει την μετατροπή της δυσφορίας σε ολοκληρωτική άρνηση της εργασίας.




ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ: Το πέρασμα από τη διανοητική στην υλική καταστολή




Λειτουργώντας παράλληλα με τους προαναφερόμενους τρόπους οχύρωσης του καπιταλισμού, η υλική καταστολή σκοπό έχει να αποτρέψει άτομα αλλά και σύνολα από ριζοσπαστικές πράξεις που θα διαταράξουν την ομαλή ροή του συστήματος. Ο ρόλος της αστυνομίας, δεν είναι άλλος απο το να διαφυλάττει την κοινωνική ειρήνη, επεμβαίνοντας δια της βίας κατα τη διάρκεια τέλεσης “παράνομων” πράξεων αλλά συγχρόνως και επιβλέποντας, παρακολουθώντας, ελέγχοντας με τελικό σκοπό την πρόληψη και αποτροπή τους. Ταυτόχρονα δικαιολογεί την ύπαρξή της, καλύπτοντας την ανάγκη της ασφάλειας η οποία έχει γεννηθεί απο τον καπιταλιστικό τρόπο σκέψης (συσσώρευση ιδιοκτησίας και ταυτόχρονη προστασία της) και συνδιαμορφώνεται απο Μ.Μ.Ε. και πολίτες.

Η οικονομική και ηθική κατάπτωση της καπιταλιστικής κοινωνίας λοιπόν, έρχεται να συναντήσει την ανάπτυξη της πιο επικερδούς επιχείρησης στις μέρες μας, της ασφάλειας. Με τις συνεχείς προσλήψεις έμψυχου δυναμικού στις αστυνομίες και την ταυτόχρονη υλικοτεχνική τους αναβάθμιση (κάμερες, κοριοί, νέα όπλα κατά των διαδηλώσεων κλπ.) επιχειρείται: η αποτελεσματικότητα της άμεσης καταστολής όλων των πράξεων που μπορεί να εκτροχιάζουν την ομαλότητα της κοινωνικής ζωής αλλά ταυτόχρονα και κύρια, η δημιουργία της αίσθησης της ασφυξίας μέσω της συνεχούς παρουσίας σε κάθε γωνία των πόλεων, σε κάθε στιγμή των ζωών μας, έτσι ώστε να φαντάζει αδύνατη κάθε απόκλιση απο τη ζωή που μας έχει οριστεί να ζήσουμε. Σε αυτό το κομμάτι, το δικό της ρόλο παίζει η νομοθετική εξουσία, που κρατώντας 15.000 ανθρώπους έγκλειστους στις φυλακές τιμωρεί όχι τόσο τις ίδιες τις πράξεις, αλλά και το ενδεχόμενο κάποιος να τις υιοθετήσει.

Ποντάρουν στο φόβο αλλά είναι στο χέρι μας να τραβήξουμε το επόμενο χαρτί. Και θα το κάνουμε.






ΕΠΑΛΗΘΕΥΟΝΤΑΣ…

“Φτωχέ λαέ! Και να σκεφθείς ότι ακόμη και οι τυφλοί θα έπρεπε να αντιληφθούν τώρα πια, πως όποιος δεν ξέρει να δεχθεί τον αιώνιο πόλεμο για δική του επιβεβαίωση και δικό του θρίαμβο, πρέπει να δεχθεί την αιώνια σκλαβιά του.”

Όσον αφορά την Ελλάδα, η αφαίμαξη των χαμηλών τάξεων (και όχι μόνο) συνδυάστηκε με την ¨κακοδιαχείριση¨ των οικονομικών πόρων της χώρας από τους πολιτικούς. Ο εγχώριος καπιταλισμός προκειμένου να βγει αλώβητος και για να μη καταρρεύσει ολοσχερώς επιβάλλει (δια μέσω ΔΝΤ) την εφαρμογή κάποιων μέτρων που αφορούν την οικονομική ζωή του κοινωνικού συνόλου. Οι ανακατατάξεις λόγω των οικονομικών μεταβολών κατά άτομο γίνονται αντιληπτές και σε υλικό επίπεδο και οδηγούν σε κοινωνικές εκρήξεις. Ένα κομμάτι του κοινωνικού συνόλου πιο συγκεκριμένα, μπροστά στην οικονομικής φύσεως απώλεια –και μόνο μπροστά σε αυτή- επιλέγει την αντίδραση απέναντι στους κρατικούς σχεδιασμούς.

Η ατομική αντίδραση σε αυτούς εξελίχθηκε μέσω μίας υποτυπώδους συλλογικοποίησης σε ένα μαζικό “κίνημα ενάντια στα νέα μέτρα” με κύριο χαρακτηριστικό του τις απεργιακές διαδηλώσεις. Οι δρόμοι καταλήφθηκαν από ένα ανομοιογενές και ετερόκλητο πλήθος που όρισε σαν κοινή συνισταμένη, παραβλέποντας τις αντιφάσκουσες στο εσωτερικό του δυνάμεις, την περαιτέρω οικονομική αφαίμαξη του από το πολιτικό σύστημα. Αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, χουλιγκάνια, εργαζόμενοι σε όλους τους κλάδους, αριστεροί, ΠΑΣΟΚΟΙ, ΚΚΕΔΕΣ, πατριώτες που ανησυχούν για την οικονομία της χώρας, ακομμάτιστοι που για πρώτη ίσως φορά κατέβηκαν στον δρόμο συγκρότησαν ένα μίγμα που αν και εκρηκτικό δεν μπόρεσε να συνθέσει τα υποκείμενα του και να συντεθεί από αυτά πάνω σε μια συνολικότερη ανατρεπτική κατεύθυνση. Βέβαια δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό.

Το έργο το 'χουμε ξαναδεί, απλά στην προκειμένη είχε λίγο περισσότερο σασπένς. Οι μαθητικοί, φοιτητικοί και εργατικοί αγώνες των τελευταίων χρόνων προτίμησαν να χαθούν μέσα στο φόβο και την οπισθοχώρηση, στον συνδικαλισμό και την διαμεσολάβηση.

Το ίδιο συνέβη και στις 5 Μάη, το ίδιο συμβαίνει ακόμα, στις πορείες-κηδείες που αραιά και που εκδηλώνονται στα αστικά κέντρα. Η μη-ένωση των ατόμων που πραγματώνεται σε μια πορεία, ΕΙΔΙΚΑ όταν αυτή γίνεται σε οικονομική ή σε συντεχνιακών αιτημάτων βάση, ακόμα και τις πιο οξυμένες στιγμές του άτυπου εμφυλίου πολέμου, φάνηκε ξεκάθαρα στην απαγγελία του εθνικού ύμνου ενώ πιο δίπλα έπεφταν πέτρες, στην πικετοφορία με τα ροζ καπελάκια ενώ δίπλα της παρατάσσονταν ομοιόμορφοι στρατιωτικοί σχηματισμοί ματατζήδων, στα αιτηματικά πανό για καλύτερους μισθούς που στέκονταν δίπλα σε αυτά που καλούσαν σε γενική και επ αόριστον απεργία. Κι όμως. Αυτό είναι το πιο πρόσφορο πεδίο για όποιον θέλει να κερδίσει κάτι από όλη αυτήν την αναμπουμπούλα. Πριν όμως μιλήσουμε για εμάς, θα θέλαμε να επισημάνουμε και όχι να ανακαλύψουμε από το πουθενά τον ρόλο των συνδικαλιστών στις πορείες και στις απεργίες.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις λοιπόν, εκπληρώνοντας επάξια τον ρόλο τους, δεν χάνουν την ευκαιρία να εντάξουν στα μπλοκ τους όλο και περισσότερο κόσμο προσεγγίζοντάς τους και πλασάροντας τους εαυτούς τους ως κατόχους της μοναδικής λύσης για την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων. Αναλαμβάνουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ενός πολωμένου/ τεταμένου κλίματος που πρώτη φορά γνωρίζει η χώρα στην μεταπολίτευση και εν τέλει έχουν την δύναμη (ή καλύτερα τους δίνεται η δύναμη από όσους τους εμπιστεύονται) να καθορίζουν πως σε μια τόσο φορτισμένη ατμόσφαιρα η απάντηση πρέπει να είναι μια πορεία το δεκαπενθήμερο και η παράδοση ενός ψηφίσματος μέσω της τάδε ή της δείνα επιτροπής.

Ακόμα κι έτσι όμως, η ένταση των καταστάσεων, ήταν αδύνατο να αφομοιωθεί πλήρως με αποτέλεσμα αρκετά άτομα να υιοθετούν βίαιες πρακτικές(και δεν μιλάμε βέβαια για τους ανθρώπους που κατεβαίνουν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, όπως κομμάτια του αναρχικού χώρου και κάποιες μειοψηφίες της αριστεράς, αλλά για ανθρώπους που το έκαναν για πρώτη και μακάρι όχι για τελευταία φορά).

Εδώ λοιπόν, έρχεται η δική μας συμμετοχή σε παρόμοιες πορείες. Χωρίς να παραβλέπουμε και έχοντας πλήρη επίγνωση των αντιφάσεων μιας τέτοιας συνθήκης αλλά και της δικής μας συμμετοχής σε αυτήν και θυμόμενοι την δική μας εξέλιξη συνειδητοποίησης σε ότι ναναι πορείες και χύμα μπάχαλα, αναγνωρίζουμε τέτοιες στιγμές (όχι ως τις μοναδικές, βέβαια) ως χώρους και χρόνους, σύνθεσης θεωριών, πρακτικών και επιθυμιών, σύνδεσης ανθρώπων και σχέσεων, μετάδοσης και εμπέδωσης εμπειριών. Βέβαια για να επιτευχθεί αυτό, δεν πρέπει, αλλά ούτε και βοηθάει να κάνουμε εμείς εκπτώσεις γινόμενοι κομμάτι του όποιου κινήματος, αλλά συμπορευόμενοι διακριτά με αυτό, με τον δικό μας ανατρεπτικό λόγο, με τα δικά μας πολιτικά χαρακτηριστικά. Εν τέλει δεν πρέπει να μας αποτραβάν τα εκάστοτε κινήματα αλλά να αποτραβάμε εμείς απο αυτά, τις άγριες και ανεξέλεγκτες μειοψηφίες που γεννούν προς τη μόνιμη, συνολική, συνειδητή εναντίωση στο καπιταλισμό και την κοινωνία του.

Απέναντι σ’ αυτή την κατάληξη, το βάρος της επαναφοράς των ισορροπιών, σήκωσε η άμεση καταστολή με τις αστυνομικές δυνάμεις σε αρκετές περιπτώσεις να αναλαμβάνουν δράση και σε άλλες τόσες με τους συνδικαλιστές-διαδηλωτές να αφήνουν το πόστο του χειραγωγού συνεργώντας άμεσα στο έργο της αστυνομίας, περιφρουρώντας τα μπλοκ τους και ερχόμενοι σε άμεση σύγκρουση με όσους ενεργούν βίαια.

Ο εμπρησμός της marfin, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για να ξεκινήσουν τα ΜΜΕ να παράγουν το προπαγανδιστικό έργο (που δεν κατάφεραν να παράγουν τόσο καιρό πριν την πορεία για να κρατήσουν τον κόσμο μακριά από τους δρόμους), που θα καλούσε σε άμεση ανακωχή για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Όσο λοιπόν δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την επιθυμία κάποιου να διαδηλώσει, να φωνάξει, να συγκρουστεί, άλλο τόσο κατάφεραν, εκμεταλλευόμενοι τον θάνατο των τριών ατόμων, να τον κάνουν να επιστρέψει (χτυπώντας στις «ευαίσθητες κοινωνικές χορδές» γύρω από τον θάνατο) «μετανοιωμένο», σκεπτικό, ενοχικό στο μέρος που του πρέπει και που του έχει οριστεί. Στο σπίτι του.

Τα ΜΜΕ στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είπαν ψέματα. Δεν υπερέβαλαν. Απλά έπλασαν τα γεγονότα κατάλληλα, και μέσα στην κοινωνία των καθημερινών θανάτων που υπόκειται ο καθένας, μέσα στην κοινωνία που σκοτώνονται εκατοντάδες σε εργατικά ατυχήματα για τα οποία ποτέ κανείς δεν έμαθε και δολοφονούνται άλλοι τόσοι «παράνομοι» από μπάτσους στα σύνορα αλλά και στις πόλεις, μέσα στην κοινωνία που σκοτώνει ο ένας τον άλλον για ψύλλου πήδημα αν όχι για 10 ευρώ, μέσα στην ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΘΑΝΑΤΟ, έφεραν στις οθόνες τον όρο ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ και τον συνόδεψαν με την φράση: ΑΠΟ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ.

Είναι λίγο περισσότερο από προφανές το γιατί μπορεί να θέλουν να μιλήσουν έτσι. Ίσως γιατί είναι ο μοναδικός τους τρόπος για να βαθύνουν ακόμα πιο πολύ το χάσμα στους κόλπους της άρνησης, είναι γιατί θέλουν να τροφοδοτήσουν την έριδα στις τάξεις του επαναστατικού στρατοπέδου, να απονοηματοδοτήσουν τις πράξεις του και να το απομονώσουν από τα πεδία σύνθεσης, ρήξης και συνειδητοποίησης του κοινωνικού ανταγωνισμού, κερδίζοντας έτσι το μονοπώλιο στο παιχνίδι της επιρροής της έκβασης των μαχών που έρχονται.

Και για λίγο καιρό τα κατάφεραν.

“Και πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη απέραντη, πολύβουη, κατάφωτη, αμφιθεατρική σαν ένα αρχαίο γιγάντιο στάδιο όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.”

Μετά τα γεγονότα της 5ης Μάη έγινε πολύ πιο εμφανές ένα πρόβλημα που κατατρώει τον αναρχικό χώρο. Το πρόβλημα της ανετοιμότητας από κομμάτια του, να υπερασπιστούν μέσα και πρακτικές αλλά και τις αντιλήψεις και επιθυμίες που τις συνοδεύουν, τις οποίες μέχρι τότε, είτε χρησιμοποιούσαν, είτε επικροτούσαν.

Σε πρώτο βαθμό όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό ήρθε το μούδιασμα, η περισυλλογή, η αναζήτηση των δικών μας ευθυνών που τελικά ποτέ δεν αναλογιστήκαμε σε ανάλογα σκηνικά (και όχι των ατόμων που προέβησαν σ' αυτήν την πράξη για να τους τιμωρήσουμε σε λαικά δικαστήρια), η σκεπτικότητα για το τι χάσαμε απ' αυτό το γεγονός, για το πως θα το διαχειριστούμε, για το πως θα συνεχίσουμε μετά απ' αυτό.

Σε δεύτερο βαθμό, όμως, η κατεύθυνση της κοινής γνώμης που -μέσω media- στρεφόταν εναντίον των αναρχικών (κάποιοι ξέχασαν ή καλύτερα ποτέ δεν συνειδητοποίησαν το πως αυτή δημιουργείται αλλά και ταυτόχρονα πόσο εύκολα μεταβάλλεται), τους έκανε ενοχικούς απέναντί της και σε συνδυασμό με μία θέληση για εξομολογητική λύτρωση προς το κοινωνικό σύνολο από κάποιους , επιχειρήθηκε να στραφεί προς πιο συγκεκριμένες τάσεις και άτομα σε μία δημόσια προσπάθεια απομόνωσής τους.

Το αποκορύφωμα αυτής της μιντιακής νοοτροπίας που υιοθετήθηκε από πολλούς , ήταν η συνέλευση αναρχικών/αντιεξουσιαστών που φρόντισε (δια μέσω εφημερίδων) να ενημερώσει την κοινωνία –και κατά συνέπεια την αστυνομία- για την έκβαση των «εσωτερικών ερευνών» σχετικά με την υπόθεση εμπρησμού της Marfin και αρκετών ακόμη αντίστοιχων υποθέσεων.

“Και εσείς που μας ακούτε, θα θέλατε να πιστέψετε αν μη τι άλλο, ότι εμείς είμαστε οι ιερείς της δημαγωγίας, όμως η ευγένεια μας δεν μας επιτρέπει να πέσουμε στην ντροπιαστική αφοσίωση αυτού του απεχθούς επαγγέλματος.

Μη ρίχνετε από αυτήν την λάσπη σε όποιον τολμάει να πηδήσει από τις γέφυρες της Ελευθερίας και που ξέρει να καβαλάει ουράνια τόξα, αν δεν θέλετε να ακούσετε να σας απαντάνε με τον πικρό και απότομο σαρκασμό του Νίτσε: Να φυλάγεστε όταν φτύνετε κόντρα στον άνεμο!”

Ας μη γελιόμαστε, ο εμπρησμός της Marfin ήταν μόνο η αφορμή για την έκβαση ενός μικροπολιτικού παιχιδιού και χρόνιων διαφορών ανάμεσα σε τάσεις του χώρου.

Και ενώ λοιπόν δράστης του συγκεκριμένου εμπρησμού θα μπορούσε να είναι ο καθένας που κατεβάζει ένα μπουκάλι για να κάψει μια τράπεζα (πράξη που φορείς της δεν είναι μόνο μηδενιστές ή ματσό άντρες) αποφασίστηκε η φωτογράφιση μιας τάσης αν όχι συγκεκριμένων ατόμων προκειμένου να ανακτηθεί έδαφος στην παραπάνω εσωτερική διαμάχη.

Αυτοί που έως τώρα έπλεαν μεταξύ των συμπληγάδων της ανυπαρξίας και της άκριτης ακολούθησης όποιας κοινωνικής διαμαρτυρίας ενώ ταυτόχρονα εκθείαζαν τα εξίσου “τυφλά” μπουκάλια του Δεκέμβρη, ξαφνικά έσπασαν τη “σιωπή των αμνών” στην οποία είχαν εκπέσει και είτε δίνοντας, είτε όχι συγκεκριμένα άτομα, αυτοανακηρύχθηκαν ειδικοί της βίας και φρόντισαν να μας ενημερώσουν για τα δικά τους τέλεια σχέδια που παίρνονται όλα τα μέτρα προφύλαξης, για το ποιός πρέπει να είναι ο φορέας τους και ποιο θα είναι το επίπεδο της βίας που θα υιοθετηθεί απο αυτόν.

Στην ίδια γραμμή πλεύσης (και βάσει του ρητού “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”) είδαμε άλλους να μας ανακοινώνουν τις “αλήθειες” του κόσμου καπηλευόμενοι έτσι με τον πιο άθλιο τρόπο το γεγονός για να δικαιολογήσουν προς πάσα κατεύθυνση (αστυνομία , κοινωνία αλλά και κομμάτια του χώρου που θα ήθελαν να αφομοιώσουν στις ιεραρχικές δομές τους) την δική τους χρόνια απραξία.

Εχουμε ξαναπεί το πόσο σημαντικά στοιχεία για τον αγώνα μας είναι έννοιες όπως η σύνθεση, η κριτική, η αυτοκριτική, ο αλληλοσεβασμός, η συνδιαμόρφωση κοινών αγώνων, αρκεί βέβαια να υπάρχει το κατάλληλο έδαφος για κάτι τέτοιο. Θα συνεχίσουμε να αναζητούμε συντρόφους και συνεργούς, θα συνεχίσουμε να αναζητούμε διαφορές αλλά και το διαλεκτικό ξεπέρασμά τους. Παρ'όλα αυτά, εκτός απο τους εαυτούς μας, έχουμε προσδοκίες και από τους άλλους και στην προκειμένη περιμέναμε πολύ πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση ενός τόσο σοβαρού γεγονότος και όχι μια βεβιασμένη κριτική (που της λείπει η αυτοκριτική), που κινείται βάσει φορτισμένου θυμικού και το κίνητρο της είναι “αφού γράφουν κάτι τέτοιο όλοι, θα το γράψω κι εγώ”, με την ταυτόχρονη ανακάλυψη του εσωτερικού εχθρού του χώρου που είναι ικανός να τον ενώσει και που ακούει στο όνομα: μηδενισμός.

Κακό του κεφαλιού τους...

“Οι περιορισμοί που προηγούμενα γινόντουσαν αποδεκτοί, ξαφνικά γίνονται αβάσταχτοι. Οι νύξεις της επικείμενης αλλαγής αφήουν να διαφανούν ευκαιρίες άγνωστες ως τώρα. Έτσι γεννιέται η θέληση για δράση. Είναι σαν να λένε παντού οι άνθρωποι: Κοίτα! Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, ή να αποκτήσω, ή να γίνω, μόνο και μόνο με τη δράση-μου. Τότε, τί περιμένουμε λοιπόν; ΑΣ ΔΡΑΣΟΥΜΕ!”

Εμείς, πρώτα απ'όλα, πρέπει να κινηθούμε πάνω στις βάσεις διάχυσης της αντίληψης του κοινωνικού πολέμου στον οποίο μετέχουμε, επιδιώκοντας να τον μετατρέψουμε σε εμφύλιο/ επαναστικό, κάνοντας διαρκώς πιο διακριτά τα στρατόπεδα. Όποιος στρατοπεδεύσει μαζί μας -γνωρίζοντας τις συνέπειες των επιλογών του- θα βιώσει κάθε στιγμή μάχης και τις εμπειρίες της, απόλυτα με όλα τα συναισθήματα σε πλήρη λειτουργία: Ελεύθερος και εκδικητικά λυτρωμένος. Όποιος στρατοπεδεύσει εναντίον μας θα δεχτεί τα πυρά μας. Οι παθητικοί θεατές του πολέμου θα αντιμετωπιστούν όπως τους αρμόζει όταν αναγκαστούν να πάρουν θέση. Οι ρουφιάνοι θα μας έχουν πάντα απέναντί τους.

Σε αυτόν τον πόλεμο παίρνουμε μέρος, τον πυροδοτούμε και τον αναζοπυρώνουμε αδιάκοπα από επιλογή και ταυτόχρονα από ανάγκη. Ανάγκη για διάρρηξη του ιστού των εξουσιαστικών σχέσεων, της καταπίεσης, του “έτσι πρέπει” που μας περιβάλλει, ανάγκη για κοινωνικοποίηση της ίδιας μας της ανάγκης που διαφαίνεται στις επιλογές μας και μας οδηγεί σε αυτές.

Προχωράμε μπροστά, πάντα εξελικτικά, για το οριστικό βίωμα της περιπέτειας της ζωής. Προερχόμαστε από κάθε σημείο του κοινωνικού συνόλου. Είμαστε τα γεννήματα της άρνησης που πηγάζει στο τώρα από αυτόν τον κόσμο και στρέφεται εναντίον του. Είμαστε κομμάτι της και είναι κομμάτι των εαυτών μας.

Το αντάρτικο πόλης δεν αρχίζει ή τελιώνει, δεν υποστηρίζεται ή χειροκροτείται, δεν αντιπολιτεύται και δεν συνδιαλλέγεται, δεν βασίζεται μόνο στην υλική του υπόσταση, δεν μετράει άτομα ή ομάδες αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει όσο θα υπάρχει βαθιά ριζωμένη η ανάγκη για την καταστροφή του υπάρχοντος, χαράζοντας με τα πιο φωτεινά γράμματα στους πιο σκοτεινούς ουρανούς πολεμικούς χάρτες και σχέδια νίκης απέναντι στην ανθρώπινη δειλία.

Κι αν από το τελευταίο μας χτύπημα είδαμε την καταστολή να υψώνει το κεφάλι της, χαρήκαμε που ο φόβος δεν στέριωσε ποτέ στους κόλπους του. Το τελικό αποτέλεσμα, παρά τις όποιες απώλειες, προδιαφαίνεται στα καμμένα πενηντάευρα, στα γκάζια και τις βόμβες που θα απανθρακώσουν το πρόσωπο της καταστολής, θα διαμελίσουν το σώμα της και θα ανατινάξουν το σήμερα συθέμελα αλλά και στις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ατόμων που το πυροδοτούν. Εμείς, ας εξελίξουμε το αντάρτικο πόλης σε ότι του αρμόζει να είναι: ο μόνιμος εφιάλτης της κυριαρχίας.

Οι πορείες μας συντίθονται απο θεωρία και πρακτική, η διάχυση τους και ο πολλαπλασιασμός τους είναι στόχος μας: Μέχρι που οι τελευταίοι βάρβαροι αυτού του κόσμου θα οργανώσουν τις αρνήσεις τους σε επιθετικούς σχηματισμούς και θα πραγματώσουν με συνείδηση τα καταστρεπτικά τους ένστικτα.

Μέχρι την στιγμή που αυτοί δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους.

Και επειδή ο λόγος ολοκληρώνεται μέσω της πράξης και η πράξη μέσω του λόγου, αναλαμβάνουμε την ευθύνη για:

τον εμπρησμό της τράπεζας Marfin επί της οδού Εθν.Αντιστάσεως τα ξημερώματα της Παρασκευής 25 Ιούνη (όχι γιατί η συγκεκριμένη τράπεζα δεν τηρούσε τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας και φέρει ευθύνες για τον θάνατο των 3 ατόμων αλλά γιατί ο Βγενόπουλος και οι επιχειρήσεις του έχουν πολύ συγκεκριμένο ρόλο και ευθύνες στον κοινωνικό πόλεμο) καθώς και για τις εμπρηστικές επιθέσεις, επιλεκτικά, σε άτομα που στελεχώνουν τους προαναφερόμενους τρόπους οχύρωσης του καπιταλισμού, πιο συγκεκριμένα:

τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Ιούνη τοποθετήσαμε εμπρηστικούς μηχανισμούς στο σπίτι του μπάτσου κ. Κουκούτση στην οδό Αγάθωνος 9 στην Ξηροκρήνη και στο σπίτι του αρχισυνδικαλιστή του ΠΑΜΕ (και γ.γ. του Εργατικού Κέντρου) Ζαριανόπουλου Σωτήρη. Τέλος, το πρωί της ίδια μέρας, πράξαμε ανάλογα στο σπίτι του “επιτυχημένου” δημοσιογράφου (και πρώην προέδρου ΕΣΗΕΜ-Θ) Γουσίδη Δημήτρη.




Κουράγιο και δύναμη σε όσους παραμένουν συνεπείς με τα όσα είπαν και έπραξαν και τα οποία τους οδήγησαν στη φυλακή. Η δική τους αυθεντική και περήφανη στάση, είναι αυτή που πρώτα σε εμάς δίνει κουράγιο και δύναμη, για να αποτελειώσουμε όσα αυτοί άφησαν μισά.




ΟΜΑΔΕΣ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ




ΥΓ. Στο άμεσο μέλλον, οι πιθανότητες να ξεσπάσουν μεγάλες αναταραχές, είναι αυξημένες. Κύματα βίας θα χτυπάνε τη χώρα καθώς από τη μία, οι δίχως συνείδηση απεγνωσμένοι αστοί θα ξεσπάνε όπου και όπως μπορούνε (παρ'όλο που τώρα οι περισσότεροι δηλώνουν ενάντια στη βία, σε καταστάσεις απελπισίας η ανθρώπινη ζωή έχει μια τάση απομυθοποίησης) και από την άλλη το κράτος θα απαντάει με σκληρότερη καταστολή, εκατοντάδες φυλακίσεις και γιατί όχι συχνές δολοφονίες. Για όσους επιλέξουν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους, τα πιο άγρια χτυπήματα της ωμής καταστολής θα είναι το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσουν για αυτή τους την επιλογή. Παρ'όλα αυτά δεν έχουμε μόνο εμείς ευθύνη για τις πράξεις μας, έχει και ο εχθρός. Έτσι το παραμύθι με πρωταγωνιστή τον μεροκαματιάρη έλληνα αστυνομικό που ό,τι κάνει το κάνει για να θρέψει την οικογένειά του, κάπου εδώ έφτασε στο τέλος του. Αν κύριοι αστυνομικοί επιλέγετε να ανήκετε σε ένα σώμα του οποίου μέριμνα είναι η εξόντωση του αγώνα για ελευθερία, τότε να είστε έτοιμοι να δεχτείτε και τις συνέπειες. Το πρόβλημα παραμένει με αυτό που πρεσβεύει η στολή σας, τη στολή όμως τη φοράνε ανθρώπινα σώματα με προσωπική ζωή, η οποία βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο. Αφού λοιπόν έρχεστε χαράματα στα σπίτια μας για να μας συλλάβετε, εμείς με τη σειρά μας ερχόμαστε στα δικά σας για να τα κάψουμε. Εις το επανειδείν...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.